Επιστρέφει στους θεατρικούς ρόλους μετά το Survivor και αφού πέρασε αρκετές ημέρες στην πόλη, με την οικογένεια και τους φίλους του. Αυτή ήταν η προσαρμογή του στην καθημερινότητα και τώρα ήρθε η «Ώρα του Διαβόλου» για δεύτερη φορά, υπό τις σκηνοθετικές οδηγίες του Γρηγόρη Αποστολόπουλου και με συμπρωταγωνίστρια την Ευγενία Σαμαρά. Ένα κείμενο του Φερνάντο Πεσσόα μεταφέρεται στη θεατρική σκηνή και θα μας βάλει σε σκέψεις.

Συνέντευξη στον Κώστα Γιάντσιο 

Πως έγινε η προσαρμογή μετά από τόσο διάστημα απουσίας λόγω «Survivor»;
Έκανα σερφ για μία εβδομάδα αλλά παρ’ όλο που είμαι του ταξιδιού και της απόδρασης αυτή τη φορά ήθελα να μείνω στην πόλη. Είχα πεθυμήσει θερινά σινεμά, καφέ με φίλους, βόλτες με το ποδήλατο, ραθυμία, την Ακρόπολη, την Πλάκα, φαγητό σε αγαπημένα εστιατόρια, βόλτα στη γειτονιά μου στην Ακαδημία Πλάτωνος. Αρχικά ένιωθα λίγο περίεργα με τον κόσμο. Δεν είχα συνηθίσει τέτοιες αντιδράσεις. Παρ’ όλο που έχω μια αναγνωρισιμότητα ως ηθοποιός, δεν είχα ποτέ σε αυτό το επίπεδο.

Σε δυσκόλεψε;
Με δυσκόλεψε λίγο αλλά το ωραίο σε όλο αυτό είναι ότι κυρίως τα παιδιά έρχονται να μιλήσουν μαζί σου και να ζητήσουν μια φωτογραφία οπότε εγώ δεν μπορώ να αρνηθώ πολλά πράγματα στα παιδιά και δε με κουράζουν.

Η «Ώρα του Διαβόλου» βασίζεται σ’ ένα διήγημα, δεν είναι ένα κείμενο που γράφτηκε για το θέατρο. Ποια ήταν η επαφή με τον Φερνάντο Πεσσόα πριν το έργο και ποιες ήταν οι ερμηνευτικές προκλήσεις;
Είχα διαβάσει το «Βιβλίο της Ανησυχίας» όταν μου έγινε η πρόταση από τον Γρηγόρη (Αποστολόπουλο) πάνω που σκεφτόμουν πόσο δύσκολο – έως τρελό – θα ήταν αν κάποιος ήθελε να μεταφέρει τον Πεσσόα θέατρο. Μετά διάβασα τον «Οδοιπόρο», τον «Αναρχικό Τραπεζίτη», διάβασα ποιήματά του. Για μένα είναι από τους πιο ενδιαφέροντες και δύσκολους συγγραφείς στον κόσμο. Όταν μου έγινε η πρόταση και το διάβασα το κείμενο της παράστασης, ήμουν στην Τήνο, συγκεκριμένα, συζητούσα για μια άλλη δουλειά αλλά πολύ εύκολα είπα το «ναι».
Σκέφτηκα ότι αφενός πότε θα έχω την ευκαιρία να υποδυθώ τον Διάβολο, έναν από τους πιο γοητευτικούς χαρακτήρες στη λογοτεχνία και το θέατρο, μολονότι ουσιαστικά υποδύομαι έναν χαρακτήρα που συστήνεται ως διάβολος. Προσπάθησα η σκέψη αυτή να μου δημιουργήσει πρόσθετο βάρος καθώς από μόνο του το εγχείρημα είναι τολμηρό. Επίσης, ασχολείσαι μ’ έναν από τους πιο δύσκολους συγγραφείς στον κόσμο που δεν έχει γράψει και θέατρο, άρα είναι διπλός ο βαθμός δυσκολίας. Το μόνο μου μέλημα και αυτό που συζητούσαμε με τον Γρηγόρη, είναι το πώς αυτό το κείμενο θα «περάσει» στον κόσμο. Προς αυτή την κατεύθυνση κινηθήκαμε. Δημιουργήσαμε τις συνθήκες που θα επιτρέψουν στο κείμενο να αναπνεύσει. Αρκεί να αφιερώσει ο κόσμος αυτή την ώρα σε μας. Να δαπανήσει την ενέργεια και την προσοχή του σε μας.

Συχνά πολλοί θεατές όταν θεωρήσουν ότι είναι αυτό που λέμε «δύσκολη» παράσταση ή για «μυημένους» του θεάτρου αποθαρρύνονται από το να έρθουν. Πως θα τους προσκαλούσαμε;
Δεν είναι εύκολη παράσταση αλλά δεν καταλαβαίνω και γιατί κάποιος που του αρέσει να πηγαίνει στο θέατρο, δε θα ήθελα να δυσκολευτεί, ας το πούμε έτσι. Υπάρχουν κάποιοι συγγραφείς και σκηνοθέτες που είναι δύσκολο να τους παρακολουθήσεις αν δεν αφιερώσεις όλη σου την ύπαρξη τη στιγμή της θέασης. Αλλά έτσι θα απολαύσεις την παράσταση περισσότερο και αυτό για μένα, και ως θεατής μιλώντας, είναι το σημαντικότερο. Ο Πεσσόα έχει γράψει με χιούμορ, είναι αιρετικός αλλά και σαρκαστικός και αυτός ο συνδυασμός κάνει το κείμενο του ακαταμάχητο. Χρειάζεται από την πλευρά μας την πρέπουσα σοβαρότητα. Όχι, όμως, υπερβολική σοβαρότητα γιατί μπορεί να γίνει σοβαροφάνεια και το έχουμε δει να συμβαίνει σε παραστάσεις συγγραφέων, όπως ο Μπέκετ ή ο Πίντερ, εξ αιτίας του άγχους των σκηνοθετών να δείξουν ότι αυτό είναι σοβαρή τέχνη. Η τέχνη, ούτως ή άλλως είναι σοβαρή. Αν έβλεπα ως θεατής την παράσταση, θα υπήρχαν σημεία που θα γέλαγα, που θα απολάμβανα και θα τα θεωρούσα πολύ καυστικά σε σχέση με τη θρησκευτικότητα αυτής της παράστασης.

Εναλλάσσεστε στους ρόλους με την Ευγενία και δε φεύγει κανείς από τη σκηνή και δεν υπάρχει συγκεκριμένος χώρος και χρόνος. Έχεις παίξει αντίστοιχους ρόλους. Πως τους αντιμετωπίζεις;

Σ’ αυτές τις περιπτώσεις το αφηρημένο χωροχρονικό περιβάλλον μου δίνει μια μεγάλη ελευθερία στο πως θα κινηθώ. Νομίζω ότι μ’ ενδιαφέρει πολύ το αγωνιστικό στοιχείο του πράγματος. Ξέρω ότι θα μπω στη σκηνή στις 21:30 και θα βγω στις 22:45. Ξεκινάει ένας μίνι-μαραθώνιος που δε σου επιτρέπει ούτε μία παύση. Μία επίπονη διαδικασία, που είναι περισσότερο απολαυστική όταν ολοκληρωθεί η παράσταση και επικοινωνήσεις με τον κόσμο. Αν αξίζει κάπως η δυσκολία αυτή που υπάρχει στο θέατρο, είναι και αυτό. Είναι ένας μαραθώνιος, χωρίς διάλειμμα και ως επίτευγμα με αφορά περισσότερο.

Τι καθορίζει τις επιλογές σου;
Μου έχει συμβεί πριν μια δεκαετία περίπου να παίξω σε μία παράσταση και να πάω μετά σε ψυχολόγο για να μπορέσω να τα βγάλω πέρα. Βέβαια ήταν πολύ απελευθερωτική αυτή η διαδικασία και σκέφτηκα τότε ότι από εδώ και πέρα δεν έχεις την ιδιοσυγκρασία ενός νέου παιδιού που κάνει θέατρο μόνο για την επιβίωση, θα πρέπει να είσαι λίγο επιλεκτικός, όχι για να ανήκεις σε μια κάστα ηθοποιών που κάνουν πιο – αισθητικά – αναβαθμισμένα πράγματα αλλά για να γλιτώσεις τα λεφτά που θα έδινες στον ψυχίατρο, για πρακτικούς λόγους. Τελευταία μου συμβαίνει αυτό. Ακούω επίσης και το σώμα μου, αν θέλω να κάνω θέατρο κι αν μπορώ να κάνω θέατρο με αυτούς τους ανθρώπους, που κάθε φορά σου προτείνουν συνεργασία. Και στην περίπτωση της Ευγενίας και του Γρηγόρη κινήθηκα μόνο με βάση το ένστικτο.
Τον Γρηγόρη τον γνωρίζω από το 1998, όταν είχα έρθει στη Θεσσαλονίκη. Κάναμε παρέα, βγαίναμε, πηγαίναμε σινεμά, συζητούσαμε για ποίηση, θέατρο, γυναίκες, μουσική και ταξίδια, τα πιο ωραία πράγματα στον κόσμο δηλαδή και συζητούσαμε για το πως μπορούμε να αλλάξουμε πράγματα καλλιτεχνικά. Περνούσαμε ωραία, μου είχε πει πολύ ενδιαφέρουσες ροκ ιστορίες και όταν κάναμε τον «Βουβό Σερβιτόρο» με τον Αλέκο (Συσσοβίτη), πήγαμε για φαγητό και μας έλεγε πόσο πολύ ήθελε να κάνει μία παράσταση και με τους δυο ή και ξεχωριστά. Και τελικά μου έκανε την πρόταση και ήθελε να το κάνει τόσο πολύ που δέχθηκα μολονότι δεν είχα παρακολουθήσει άλλη δουλειά του. Το ρίσκαρα.
Κάτι ανάλογο συνέβη με την Ευγενία. Δεν την είχα παρακολουθήσει αλλά διαπίστωσα όταν τη συνάντησα. είναι ένα όμορφο κορίτσι χωρίς να είναι νάρκισσος. Ο συνδυασμός αυτός είναι ακαταμάχητος και ταιριάζει απόλυτα στο ρόλο της Μαρίας, στην παράστασή μας. Η Μαρία είναι μια πολύ έντονη φιγούρα πάνω στη σκηνή που όμως δεν είναι καθόλου προκλητική και ναρκισσιστική. Η Ευγενία παίζει νιώθοντας χωρίς να έχει καμία διάθεση διάκρισης. Κρατάει την ουσία. Χαίρομαι που σ’ ένα ταξίδι για την Κύπρο, όπου συνταξιδεύαμε, αντιλήφθηκα αυτά τα στοιχεία μιλώντας μαζί της και της πρότεινα να διαβάσει το έργο και προέκυψε και η συνεργασία μας.

Άλλαξε η σχέση σου με τον Πεσσόα εξ αιτίας της παράστασης;
Μου συνέβη κάτι πολύ περίεργο πέρυσι. Δεν ανήκω στους ηθοποιούς που μετά το τέλος της παράστασης κουβαλάνε όλη την ένταση για ώρες. Πέρυσι, ωστόσο, την τελευταία εβδομάδα κοιμόμουν κάθε μέρα στις 9 το πρωί και δεν μπορούσα να φύγω από το ξενοδοχείο για να πάω στο θέατρο παρά μόνο αφού νυχτώσει. Ακούγεται «διαβολικό» αυτό αλλά όντως για μία εβδομάδα άλλαξε η σχέση μου με την ημέρα και τότε θυμήθηκα κάτι που λέει ο Πεσσόα στο κείμενο, ότι η «νύχτα είναι το βασίλειό μου και το όνειρο η επικράτειά μου».  Το κρατάμε ως αξιοπερίεργο. Το δεύτερο ήταν ότι ενίσχυσε την άποψη που έχω για τη θρησκεία. Οι θρησκείες όταν αντιμετωπίζονται από τον λάτρη με φανατισμό αρχίζει η ζωή του και γίνεται πιο «ιδρυματοποιημένη». Κατάλαβα επίσης ότι ο Πεσσόα, που φαντάζομαι ότι έχει μία πολύ έντονη σχέση με τον Θεό, παρακάμπτει την ενδεχόμενη σχέση που έχει με τη θρησκεία προκειμένου να μελετήσει τις διαφορές του Θεού και του Διαβόλου, οι οποίες δεν είναι μεγάλες. Ουσιαστικά, ο Θεός και ο Διάβολος είναι ένα πρόσωπο κατά τη γνώμη του, κάτι που μάλλον συμμερίζομαι. Όπως ο άνδρας εμπεριέχει και τη γυναίκα και αντίστοιχα η γυναίκα τον άνδρα, ένας ενήλικας εμπεριέχει το παιδί και τον ηλικιωμένο μέσα του, έτσι αντιλαμβάνομαι και τον εαυτό μου. Ότι το χρωματικό φάσμα είναι τόσο μεγάλο που το άσπρο και το μαύρο υπάρχει σίγουρα μέσα μας. Πρέπει να αναγνωρίσουμε όλο αυτό το φάσμα για να συμφιλιωθούμε με την ανθρώπινη μας ύπαρξη, που είναι ατελής. Γι’ αυτό δεν είμαστε μόνο Θεοί αλλά μπορούμε να γίνουμε και Διάβολοι. Τίποτα τέτοιο δε φαίνεται άμεσα στην παράσταση. Στην παράσταση ο Διάβολος δεν αποπλανεί ακριβώς τη Μαρία αλλά την προσεγγίζει με τον δικό του τρόπο. Οι χαρακτήρες της παράστασης επικοινωνούν απελευθερωμένοι σαν να είναι σε κατάσταση μέθης. Εγώ έχω αγαπήσει τον Πεσσόα, θα ήθελα να πίνω ένα ποτό δίπλα του και να τον παρατηρώ. Έχει μια ιδιαίτερη ευαισθησία και μια τρομακτική μοναχικότητα που λείπει πάρα πολύ από την εποχή μας, που είναι εποχή επίπλαστης χαράς και κραυγαλέας και ναρκισσιστικής συμπεριφοράς.

Info

H Ώρα του Διαβόλου

*Η παράσταση είναι ακατάλληλη για ανηλίκους κάτω των 15 ετών

 ΣΥΝΤΕΛΕΣΤΕΣ
Σκηνοθεσία – Διασκευή: Γρηγόρης Αποστολόπουλος
Χορογραφίες: Σταύρος Βαρούσης
Σκηνικά: Γρηγόρης Αποστολόπουλος
Κοστούμια: Χιονίδης Man kind
Φωτισμοί: Αντώνης Σκορδίτης
Visuals: Κωνσταντίνος Πάσχος, Γρηγόρης Αποστολόπουλος
Μουσική επιμέλεια: Γρηγόρης Αποστολόπουλος, Γιώργος Χρανιώτης
Βοηθός Σκηνοθέτη: Σμαρώ Αγγελακοπούλου
Φωτογραφίες: Γιώργος Κόγιας
Σχεδιασμός αφίσας: Νικόλας Μουστάκας
Παραγωγή: DADA ART & ΘΕΑ.ΜΑ.

Θέατρο Αριστοτέλειον – Εθνικής Αμύνης 2
Τηλέφωνο ταμείου: 2310 262 051
Πρεμιέρα: Τετάρτη 11 Οκτωβρίου, στις 21:30
Παραστάσεις: Τετάρτη – Κυριακή στις 21:30 (μόνο για 10 παραστάσεις)
Διάρκεια παράστασης: 80 λεπτά (χωρίς διάλειμμα)
Τιμές εισιτηρίων: 15 ευρώ (κανονικό), 12 ευρώ (φοιτητικό, ανέργων)
Προπώληση εισιτηρίων: Στο ταμείο του θεάτρου και ηλεκτρονικά στο ticketservices.gr