Κείμενο: Γιώργος Ψωμιάδης

 

«Πάνε κάτω να πεις ένα γεια». Η φωνή της μάνας μου δεν σταματούσε να δηλώνει σαν σε λούπα το μήνυμα. Η φράση κλισέ που με περιμένει στην κουζίνα του πατρικού μου κάθε φορά που επιστρέφω για λίγες μέρες παύσης από τον κόσμο ήταν και πάλι εκεί. Μέχρι σήμερα, το πατρικό μου, μου προσέφερε τρεις μοναδικές απολαύσεις, που όσο ξέφευγα από τα χρόνια της πρώτο-φοιτητικής τρέλας, άρχισα να εκτιμώ όλο και περισσότερο. Το φαγητό, ο ελληνικός στο μπαλκόνι, και η διαφορετική αίσθηση του καναπέ. Ο καναπές στο πατρικό, σου δίνει την αίσθηση ότι οι σούστες του έχουν μαγικές ιδιότητες. Μολονότι πιο απαρχαιωμένοι από τις φθηνές καρέκλες του ΙΚΕΑ, που κοσμούν το φοιτητικό σου δωμάτιο, καταφέρνουν να προσδώσουν στο άραγμα μία μοναδική αίσθηση. Μία αίσθηση που είναι ικανή να σε βουλιάξει μέσα στα μαξιλάρια για όλο το Σαββατοκύριακο.

Αυτή την Κυριακή, και ενώ είχα ήδη βυθιστεί στην ραστώνη της απραγίας, η γνωστή φράση ακούστηκε για ακόμη μία φορά. «Μόνος του είναι ο άνθρωπος, θέλει να πει μια κουβέντα. Πήγαινε να πεις ένα γεια», είπε η μάνα μου μέσα στα αλεύρια της πίτας που ετοίμαζε.

Η ντροπή ήταν αυτή που με έβγαλε από την «κινούμενη άμμο» του καναπέ. Το ’χε ένα δίκιο, έτσι δεν είναι; Μια φορά το μήνα που πατάω στο πατρικό μου, η επίσκεψη σε παππούδες γιαγιάδες και σόγια είναι αν μη τι άλλο απαραίτητη. Άλλωστε το μόνο που μπορούσε να μου προσφέρει Κυριακή μεσημέρι η τηλεόραση είναι τα φαγητά που παίρνουν αέρα στα ορεινά. Και αυτά σε επανάληψη. Φόρεσα τις παντόφλες μου και με σερνάμενο βήμα κατέβηκα τις σκάλες.

Στάθηκα έξω από την πόρτα και σκέφτηκα τι θα έλεγα. Ένα γεια με τον παππού είναι πάντα κάτι παραπάνω από ένα γεια. Και όταν έχεις εξαντλήσει το θέμα μπάλα, έχεις δύο επιλογές. Η μία είναι να αναλύσεις σιωπηλά τους τοίχους με τις παλαιικές φωτογραφίες, εξερευνώντας το γενεαλογικό σου δέντρο από τις απαρχές του, και η άλλη είναι να πεις γεια και να φύγεις. Τότε, και ενώ είχα χτυπήσει το κουδούνι και είχα ακούσει το διαπεραστικό «έρχομαι», για μια στιγμή νευρίασα. Και γιατί να μην μιλήσω για μπάλα; Να μην εξαντλήσω την κάθε ομάδα και το κάθε γκολ της αγωνιστικής; Για αυτά δε μιλούσαμε για ώρες ατέλειωτες όταν χτυπούσα, πιτσιρικάς, στις δέκα παρά τέταρτο την πόρτα του, για να ακούσω σε στάση προσοχής μαζί του τον ύμνο του Τσου λου τις Τρίτες; Για τα γκολ, τις ενδεκάδες, την φόρμα των ομάδων. Σαν άβατο ήταν το σπίτι του παππού μου τις Τρίτες. Εγώ, αυτός, μία πίτσα μαργαρίτα που με περίμενε μπροστά από τον καναπέ, ένα λίτρο κόλα και τίποτε άλλο. «Άργησες», μου έλεγε κάθε φορά που έχανα το πρώτο δεκάλεπτο. «Κρύωσε η πίτσα». Έδιωξα τις σκέψεις μου και ετοιμάστηκα να τον χαιρετήσω.

«Αλήτη», είπε με ένα χαμόγελο καθώς μου άνοιγε την πόρτα. Κάθε φορά που τον έβλεπα ήταν λίγο πιο αλλαγμένος. Πιο σκουριασμένος ρε παιδί μου. Τα μάτια λίγο πιο θολά, οι ρυτίδες πιο βαθιές, οι κινήσεις όλο και πιο μηχανικές. Τον κοίταξα ανταποδίδοντας το χαμόγελο και πέρασα μέσα. Χάιδεψα την γιαγιά μου που βρίσκονταν στο δικό της προσωπικό σύμπαν, αυτό της άνοιας, και τον ακολούθησα στο μπαλκόνι.

Είχε ήλιο αυτή την Κυριακή. Οι Κυριακές χωρίς ήλιο είναι σαν τα χαμένα Σαββατόβραδα. Μελαγχολικές μέχρι το κόκαλο. Τράβηξα μια καρέκλα και ευχαρίστησα από μέσα μου τον καιρό. Αν δεν είχε ήλιο δε θα αράζαμε στο μπαλκόνι. Και έξω υπήρχαν διάφορα πράγματα για να σχολιάσεις. Ο κήπος, τα σπίτια, οι γείτονες. Κάπως θα περνούσε το δεκάλεπτο.

«Το τσίπουρο το πίνεις πριν το μεσημεριανό», είπε ο παππούς καταφθάνοντας με έναν δίσκο φορτωμένο δυο ποτήρια και μπόλικους μεζέδες. Πάντα θαύμαζα τις ιεροτελεστίες των ηλικιωμένων. Ο ελληνικός, το τσίπουρο, η σιέστα. Αν τους έπαιρνες κάτι έκαναν σαν να τους έπαιρνες ένα κομμάτι από τη ζωή τους. Κοίταξα την ώρα. Ήταν δώδεκα. Με το τσίπουρο η κατάσταση θα πήγαινε στο μισάωρο. Και δεν είχα πρόθεση να πάρω κανένα κομμάτι από την ζωή του παππού μου.

«Ξέρεις», μου είπε αφού έβγαλε έναν αναστεναγμό καθώς κάθισε τρίβοντας την μέση του, «όλοι αλλάζουν». Το τσιγάρο που κρατάς το πήγαινα πολύ πριν μερικά χρόνια. Κάθε τζούρα και απόλαυση. Βάλσαμο ήταν το άτιμο. Μετά ήρθε η εγχείρηση και πάει, μαχαίρι. Άλλαξα. Τώρα το μόνο που έχω είναι αυτό εδώ το μπαλκόνι, και φυσικά το τσίπουρο», γέλασε τσουγκρίζοντας το ποτήρι του με το δικό μου.

Εκείνο το μεσημέρι, σαν γάτα κάτω από τον πρώτο-ανοιξιάτικο ήλιο, είμαι σχεδόν βέβαιος ότι είχα χάσει τον έλεγχο στο ημιδιάφανο νέκταρ που σέρβιρε απανωτά ο παππούς. Δεν έφταιγα βέβαια εγώ. Κάθε γουλιά και ένα θέμα. Κάθε γεια μας και μία ιστορία. Ο άνθρωπος που αλλάζει, που κόβει το κάπνισμα, που μεγαλώνει και γερνάει, ήταν σαν να άλλαζε μπροστά μας, μέσα στις ελιές του κήπου (τα άλλα παιδιά του παππού μου). Όταν γεννήθηκε, εγώ ήμουν οκτώ και έσπαγα αντικείμενα στο σαλόνι του με την μπάλα μου, και ο παππούς Γιώργος ακόμη ζωηρός, να φωνάζει αγανακτισμένος πριν παραδοθεί στα παρακάλια μου για ακόμη δέκα λεπτά παιχνιδιού. Στο δεύτερο ποτήρι, έκλεψα ένα από τα GR άσπρο τσιγάρα του και το φούμαρα σαν τον κλέφτη στην γωνιά του μπαλκονιού, μαζί με τον ξάδερφο μου, τον συνεργάτη στις «ληστείες» μας, τις ευφυείς επιχειρήσεις, μοναδικός σκοπός των οποίων ήταν η αφαίρεση ενός από τους μεζέδες του ψυγείου, σαν αυτούς που είχαμε βανδαλίσει τώρα. Στο τρίτο ο παππούς δεν ήταν σπίτι, δίπλα στην καινούρια ξυλόσομπα που ήρθε ως σημείο κατατεθέν στο κέντρο του σαλονιού. Ξυπνούσε από την νάρκωση σε ένα νοσοκομειακό κρεβάτι, μετά από την πετυχημένη εγχείρηση στο στομάχι του. Και εγώ ήμουν εκεί, να τον κοιτάω και να μιλάμε για το ματς της Τρίτης που είχε δει στην μικρή τηλεορασίτσα του λευκού δωματίου. Στον επόμενο γύρο από μεζέδες, με κοιτούσε κοροϊδευτικά όπως χτυπούσα την πόρτα του με το κεφάλι μου γερμένο και την κλείδα μου σπασμένη, στα δεκαπέντε μου. Ως που λίγο αργότερα, όταν κοντεύαμε να κάνουμε τις καρέκλες μας κρεβάτια μεσημεριανής σιέστας, ζαλισμένοι από τον ήλιο και το τσίπουρο, φόρτωνα την βαλίτσα με τα φρεσκοπλυμένα ρούχα μου πριν πάρω το ΚΤΕΛ στο δρόμο για το φοιτηταριό, και εκείνος έμεινε εκεί, να σκοτίζεται για την σύνταξη, τις υποχρεώσεις, τους καιρούς που γίνονται όλο και πιο δύσκολοι, και που περισσότερο από ποτέ άλλοτε, απαιτούν να «φυλάγεσαι».

Όταν άρχισε να σουρουπώνει, ο παππούς μου είχε σχεδόν αποκοιμηθεί. Με τα μάτια μισόκλειστα και ένα μικρό μειδίαμα ικανοποίησης στα χείλη του. Σηκώθηκα αθόρυβα για να μην τον ξυπνήσω και αφού έκλεισα με προσοχή την πόρτα πίσω μου, άρχισα να ανεβαίνω τις σκάλες με βήμα αργό, σαν βρεγμένο γατί. Μπήκα σπίτι και όλοι έλειπαν. Πήγα στο μπάνιο, με κοίταξα στον καθρέφτη και ψιθύρισα. «Αλήτη».