Την Κέλλυ τη γνώρισα πριν αρκετά χρόνια, χάρη σε μια συνεργασία μας. Ένα έξυπνο γλυκύτατο κορίτσι, που έγραφε σε μουσικές και πολιτιστικές στήλες τις οποίες απολάμβανα να διαβάζω και, πού την έχανα πού την έβρισκα, βρισκόταν μπροστά μου σε διάφορα δημιουργικά projects.

Όταν έμαθα ότι έγραψε το πρώτο της βιβλίο, είχα αγωνία να το διαβάσω. «Το Ταίρι» ήρθε στα χέρια μου και διαβάστηκε μονορούφι ένα απόγευμα, αρχές Σεπτέμβρη. Η ρομαντική του ατμόσφαιρα, το απαλό του χιούμορ, οι σχεδόν κινηματογραφικές του εικόνες και οι έξυπνπι συμβολισμοι του με συγκίνησαν και με ζέσταναν, όπως τα παραμύθια μαγεύουν τα μικρά παιδιά. Το Ταίρι ταξιδεύει σε παρουσιάσεις και εκθέσεις (Αθήνα, Θεσσαλονίκη, Μόσχα, Πεκίνο, Φρανκφούρτη) παρέα με τις εκδόσεις Βακχικό.

Συνέντευξη: Κατερίνα Ευσταθιάδου

Πώς αποφάσισες να γράψεις το συγκεκριμένο βιβλίο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή; Δεν το αποφάσισα εγώ, η ιδέα το αποφάσισε! Αυτό που λένε «ξυπνάς ένα πρωί και σου ‘ρχεται», είναι αλήθεια. Εγώ ξύπνησα μια μέρα πρωί –πρωί σε μια γωνιά μιας επαρχίας και η ιδέα του ζευγαριού των παπουτσιών που έχουν και ένα δεύτερο, μαγικό νόημα, ήταν εκεί. Μετά απλά ξεκίνησα να γράφω. Παρά τη σύλληψη της ιδέας όμως, νομίζω πως όλα τα κεντρικά νοήματα με τα οποία καταπιάνεται η συγκεκριμένη ιστορία ήταν, είναι και θα είναι πάντα μαζί μου, όχι συγκεκριμένες χρονικές στιγμές. Αυτό δεν το επιλέγεις, το ‘χεις ή δεν το ‘χεις.

Υπάρχουν αγαπημένοι συγγραφείς ή έργα που σε έχουν εμπνεύσει όλα αυτά τα χρόνια; Υπάρχουν και είναι αρκετοί και πολλά και αρκετά ετερόκλητα όλα τα στοιχεία μεταξύ τους. Από τα αστυνομικά του Nesbo, μέχρι τον μοναδικό στο είδος του Τριβιζά, την ιαπωνική λογοτεχνία και τον τρυφερό Ρίτσο, ένα σωρό βιβλία, Το πιο πικρό φαρμάκι, Ελεύθερος είναι μόνο αυτός που ονειρεύεται, Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας, Ο άγιος ζιγκολό, πάντα θα βρίσκω κάπου κάτι να με τσιγκλάει, να με συγκινεί, να μου δημιουργεί θαυμασμό για λόγους που δεν χωράνε σε μερικές γραμμές.

Μίλησέ μας για τη διαδικασία δημιουργίας του βιβλίου σου. Από τη στιγμή της έμπνευσης, τη συγγραφή, τα «πειράγματα» μέχρι να θερωρήσεις ότι είναι έτοιμο να πάρει το δρόμο του. Είχα ακριβώς την ιστορία στο κεφάλι μου, σε έναν σκελετό. Άρχισα να το γράφω, κατάφερα να αφοσιωθώ μονομιάς στο γράψιμο περίπου μέχρι τα μισά του. Μετά έπεσα πάνω σε έναν τοίχο που κράτησε καιρό, γιατί δεν ήμουν πολύ σίγουρη πως θα μου έβγαινε το να γράψω κάποια πράγματα, ας πούμε το σημείο όπου τα παπούτσια χωρίζουν. Και εντάξει, χώρισαν, πως ξανασμίγουν λέγοντας το με λεπτομέρειες όλο αυτό και φτιάχνοντας εικόνες; Κι έτσι μου ήρθε η ιδέα, αντί να τα γράφω άρχισα να τα λέω σε μαγνητοφωνάκι. Ήρθε έπειτα η ώρα της σούμας και των διορθώσεων, πήρα και μερικές συμβουλές από τον Μάρκο Φράγκο ο οποίος μου αφιέρωσε ένα μέρος του πολύτιμου χρόνου του για να δω τα στραβά μου πάνω σε κάποια φραστικά και εννοιολογικά ζητήματα. Το διάβασα και το ξαναδιάβασα, ενώ δεν ήθελα καθόλου. Πάσχω από αυτό το αίσθημα ολοκλήρωσης που νιώθει κάποιος όταν τελειώσει το έργο του, φαντάζομαι υπάρχουν κι άλλοι εκεί έξω όπως κι εγώ. Αυτό που αισθάνεσαι πως αν το ξανακοιτάξεις, αν κάνεις να παρέμβεις, να αλλάξεις κάτι, θα του αλλάξεις τα φώτα και σε πιάνει ένας φόβος και δε θες να το πειράξεις μη και δεν μπορέσεις μετά να το σώσεις. Εν πάση περιπτώσει, προσπάθησα να τα ξεπεράσω όλα αυτά και τα κατάφερα. Και αλλαγές έκανα και παρεμβάσεις και τα πάντα, με ένα όριο βέβαια. Τα σκίτσα ήταν έτοιμα από τον πολύ ταλαντούχο και πολύ φίλο, τον Γιάννη Μπαχλάβα, επίσης πρωτοεμφανιζόμενος στο χώρο του βιβλίου. Αυτός ο άνθρωπος κατάλαβε αμέσως τι είχα στο μυαλό μου, με έβγαλε από τον κόπο να του εξηγώ με τις ώρες, να στέλνω πίσω – μπρος σχέδια με αλλαγές και άλλα τέτοια χρονοβόρα. Και έχω χαρεί διπλά με το αποτέλεσμα μας, γιατί ακούω πανέμορφα σχόλια για τη δουλειά του και για μένα σημαίνει πως αφενός επέλεξα σωστά, αφετέρου τα καταφέραμε μαζί με έναν φίλο. Μετά περάσαμε στη φάση της έκδοσης με τα παιδιά από τις εκδόσεις Βακχικόν, δυο απίστευτους τύπους που αξίζει να γνωρίσετε πηγαίνοντας στο βιβλιοπωλείο του εκδοτικού που διατηρούν στο καράκεντρο της Αθήνας.

Μας παρουσιάζεις το ταίρι ως ένα παραμύθι ενηλίκων. Τι σημαίνει αυτό; Σημαίνει πως πάντα στα παραμύθια θεωρούμε πως έχουν προτεραιότητα τα παιδιά και είναι λογικό, ταιριάζει απόλυτα με την φύση τους, αλλά δεν βλέπουμε πως τα παιδιά είναι παραμυθένια τα ίδια, φτιάχνουν και ζουν παραμύθια από μόνα τους, είναι στο DNA τους, το παράγει το σώμα τους, δεν έχουν ανάγκη κανέναν για να ζήσουν το δικό τους παραμύθι, μόνο να νιώθουν ασφαλή. Οι μεγάλοι όμως δεν έχουν αυτό το προνόμιο, οπότε σε αυτή την περίπτωση παίρνω την πρωτοβουλία και τους καλώ να κάνουν τους εαυτούς τους προτεραιότητα σε αυτό το αναγνωστικό ταξίδι, να αφήσουν τους εαυτούς τους εκτεθειμένους απέναντι στο ρομαντισμό και στο συναίσθημα, να μπουν στα παπούτσια αυτού του παραμυθιού. Και στο τέλος, τα συμπεράσματα του καθενός δικά του και καλώς βγαλμένα.

Η συντροφικότητα βρίσκεται στο επίκεντρο του βιβλίου σου και ξετυλίγεται με τρόπο τρυφερό η αξια της μέσα από τη σχέση της Μίρκας και του Αιμίλιου. Πώς μπορεί να περάσει αυτή η υπαρξιακή μας ανάγκη στο νέο αναγνώστη, που βιώνει σε μεγάλο βαθμό τις σχέσεις του μέσα από τα social mediaΤο πρόβλημα μας δεν είναι τα social media από μόνα τους, το πρόβλημα μας είναι ότι επιλέξαμε να εγκλωβιστούμε σε αυτά, ότι μπουρδουκλωθήκαμε στο κουβερτάκι που μας έστρωσαν τα σημερινά κοινωνικά πρότυπα και τελικά αυτό το κουβερτάκι, όταν καταφέραμε να σηκωθούμε από την τούμπα του μπουρδουκλώματος, το ντυθήκαμε ως προσωπική μας ανάγκη, μη μπορώντας να δούμε πέρα από την εκάστοτε οθόνη μας. Πιστέψαμε στην ταχύτητα και εντέλει θελήσαμε όλα να γίνονται στο maximum αυτής, οπότε αρχικά παρατηρείς ότι ξαφνικά η σχέση μας με τον χρόνο είναι κάκιστη. Όταν η σχέση σου με τον χρόνο δεν υπάρχει καν, όταν δεν μπορείς να αναλογιστείς που τον σπαταλάς και γιατί, μπορείς να έχεις καλή σχέση με όλα τα υπόλοιπα; Πως θα απαντήσεις πόσο διαρκεί η αγάπη, η υπομονή, ένα μη υλικό «θέλω» όταν δεν ξέρεις να απαντήσεις πόση ώρα δικαιούσαι να μιλάς σε ένα τηλέφωνο ή αν τελικά χρειάζεται να σπαταλάς τόσο χρόνο π.χ. για να φτιάξεις τα νύχια σου; Πως θα μάθουν τα νέα παιδιά να κοιτάνε τους απέναντι τους στα μάτια, όταν η μαμά και ο μπαμπάς έχουν βγάλει το παιδί τους για κυριακάτικο φαγητό και την ώρα που αυτό σερβίρεται εμφανίζουν το tablet μέσα από την τσάντα και το εναποθέτουν απέναντι του, προκειμένου να τρώει το παιδί βλέποντας; Έχει πολύ πιο βαθιές ρίζες αυτό της υπαρξιακής ανάγκης και θέλει την καλλιέργεια του, θέλει να το νοιαστείς αυτό το ζήτημα, να το αφουγκραστείς, να το φροντίσεις και για τον εαυτό σου και για τους γύρω σου και για αυτούς που αγαπάς. Οι άνθρωποι που θέλουν να βιώσουν τη συντροφικότητα, θα το κάνουν, θα βρουν τον τρόπο, δεν ξεφεύγουν στο τέλος της ημέρας πιστεύω. Η συντροφικότητα είναι μια φυσική μας ανάγκη, πάντα ήταν, ο καθένας έχει τον τρόπο του φυσικά. Ωστόσο, είναι μια τεράστια και μάλλον ατελείωτη κουβέντα το γιατί έχουμε φτάσει στο σημείο να αναρωτιόμαστε και να απαντάμε σε τέτοιες ερωτήσεις σήμερα που, φαινομενικά, έχουμε κάνει τόσα πολλά και μεγάλα άλματα σε τόσους διαφορετικούς τομείς.

Πιστεύεις στο “για πάντα μαζί”, όπως οι ήρωες σου; Πιστεύω πως ο καθένας ορίζει το δικό του μερίδιο χρόνου σε μια σχέση από αυτό που του έχει δοθεί να ζήσει. Κάπως έτσι πιστεύω στο «για πάντα», πιστεύω στο χώρια, πιστεύω στο ανεκπλήρωτο μαζί και σε όποια άλλη συνθήκη. Όμως αγαπάω τα ρομάντζα, τους πονεμένους έρωτες που γιατρεύτηκαν κάπως, τον χρόνο που δικαίωσε τις εμμονικές επιλογές, την βαθιά αγάπη μέχρι τα βαθιά γεράματα ενός ζευγαριού, η αυτοκαταστροφή του έρωτα με γοητεύει υπνωτιστικά. Αγαπάω τέτοια πράγματα στα κρυφά, τον περισσότερο καιρό δε θέλω να αφήνω υπόνοιες πως τους έχω αδυναμία.

Είσαι νέα συγγραφέας. Από τη μέχρι τώρα πορεία του πρώτου σου βιβλίου ποια ήταν η πιο συναρπαστική στιγμή; Η πιο συναρπαστική στιγμή ήταν όταν μια γνωστή μου είπε πως ταυτίστηκε με την ιστορία, που για κάποιο λόγο με έκανε να κοκκινίσω, το βρήκα πολύ βαρύγδουπο και τιμητικό. Επίσης συναρπαστικό είναι το γεγονός πως όσοι αναγνώστες έχουν μιλήσει με καλά λόγια για το Ταίρι έχουν πει σχεδόν τα ίδια πράγματα, για τις εικόνες και τις περιγραφές και τα ρομαντικά ρετρό στοιχεία και την τρυφερότητα της ιστορίας. Είναι συναρπαστικό γιατί ο κάθε ένας τους είναι διαφορετικός άνθρωπος, με διαφορετικά βιώματα, διαφορετικές αξιώσεις, διαφορετικά όλα.

Σε ποιον θα πρότεινες να κάνω δώρο το ταίρι; Πώς φαντάζεσαι τον αναγνώστη που θα του ταίριαζε, όπως το αρβυλάκι στο πόδι του Δημήτρη; Σε όποιον τα πάει καλά με τον συναισθηματικό του κόσμο και είναι φιλικά προσκείμενος στις αλληγορίες. Το Ταίρι επίσης δεν έχει ηλικία, άρα δεν απευθύνεται σε συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες.

Θα υπάρξει ταίρι για το Ταίρι; Ετοιμάζεις κάτι άλλο συγγραφικά; Γράφω γενικά διάφορα πράγματα, το πιο εστιασμένο σε μια θεματική είναι μια συλλογή από ιστορίες με κεντρικό τους άξονα την απώλεια, πολύ κοντά υφολογικά στο Ταίρι.

Αν γινόταν ταινία το ταίρι ποιο τραγούδι θα έβαζες στους τίτλους; Κάτι ελληνικό, ρετρό, με ακορντεόν ή από λατέρνα. Κάτι σαν το «Σ’αγαπώ» του Κώστα Καπνίση που τραγούδησε η Μάρω Κοντού στο «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα».

 

Βιογραφικό της Κέλλυς Κουναλάκη, όπως αναγράφεται στο Ταίρι:

Η Κέλλυ Κουναλάκη γεννήθηκε στην Αθήνα την ημέρα της γιορτής των ερωτευμένων του 1987 και έκτοτε δεν βρέθηκε κανείς να την πείσει να μετακομίσει σε άλλη πόλη, χώρα ή πλανήτη, παρότι το κλεινόν άστυ την κουράζει φοβερά κάποιες φορές. Σπούδασε International Marketing (City University of Seattle), ενώ από το 2007 εργάζεται στον ιδιωτικό τομέα.

Παράλληλα με τις εργασίες και τις σπουδές, αρθρογραφεί σε έντυπα και ηλεκτρονικά μέσα ενημέρωσης, κυρίως για μουσική και ευρύτερα πολιτιστικά θέματα. Το Ταίρι είναι το πρώτο της βιβλίο και το χαρακτηρίζει ως «παραμύθι ενηλίκων, ιδανικό για παιδιά».