Στην πρώτη πεντάδα των χωρών της Ευρώπης με τα πιο καθαρά νερά για κολύμβηση συγκαταλέγεται η Ελλάδα, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Περιβάλλοντος.  

Η υπηρεσία της ΕΕ δημοσιοποίησε τη Δευτέρα 8/6 την ετήσια έκθεσή της, με βάση τους ελέγχους που πραγματοποιήθηκαν το 2019. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία, η χώρα μας είναι τέταρτη ανάμεσα στα κράτη με τα πιο καθαρά νερά.  

«Τα καθαρά ύδατα κολύμβησης θεωρούνται πολλές φορές σαν κάτι δεδομένο, αλλά στην πραγματικότητα είναι ένα από τα ευρωπαϊκά συλλογικά επιτεύγματα», τόνισε ο επίτροπος Περιβάλλοντος, Ωκεανών και Αλιείας, Βιργκίνιους Σινκεβίτσους.

«Είναι το αποτέλεσμα της σκληρής δουλειάς πολλών ανθρώπων για πολλά χρόνια. Η εφετινή έκθεση επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά ότι οι Ευρωπαίοι πολίτες μπορούν να συνεχίσουν να απολαμβάνουν πολύ υψηλά πρότυπα ποιότητας όταν κολυμπούν σε ευρωπαϊκά ύδατα και ότι πρέπει να ληφθούν όλα τα μέτρα για να συνεχιστεί αυτή η πορεία», συμπλήρωσε.

Συγκεκριμένα, στην Ελλάδα ελέγχθηκαν 1.634 σημεία κολύμβησης και στο 95,7% διαπιστώθηκε ότι τα νερά ήταν εξαιρετικής ποιότητας. Το ποσοστό αυτό φέρνει τη χώρα μας πίσω από την Κύπρο (99,1%), την Αυστρία (98,5%) και τη Μάλτα (97,7%), ενώ η Ελλάδα είναι πάνω από την Κροατία (95,6%), που συμπληρώνει την πεντάδα.

Συνολικά, η ποιότητα των υδάτων κολύμβησης της Ευρώπης παραμένει υψηλή, επισημαίνει ο Ευρωπαϊκός Οργανισμός Περιβάλλοντος. Στο 85% των περιοχών κολύμβησης που αποτέλεσαν αντικείμενο παρακολούθησης διαπιστώθηκε ότι διαθέτουν ύδατα εξαιρετικής ποιότητας, ενώ στο 95% τα νερά χαρακτηρίζονται τουλάχιστον «επαρκούς ποιότητας».   Από τα στοιχεία προκύπτει, επίσης, ότι η ποιότητα των παράκτιων περιοχών κολύμβησης είναι καλύτερη από εκείνες των εσωτερικών υδάτων.

Αντικείμενο παρακολούθησης την προηγούμενη χρονιά αποτέλεσαν 22.295 περιοχές κολύμβησης στην ΕΕ, τη Βρετανία, την Ελβετία και την Αλβανία. Επιπλέον, σύμφωνα με τα στοιχεία του Οργανισμού, στο 1,3% των περιοχών κρίθηκε ότι τα νερά ήταν ανεπαρκούς ποιότητας. Ένα ποσοστό που δεν παρουσιάζει μεγάλη διακύμανση από το 2013, όταν έφτανε το 2%.