Προσιτή, χαρούμενη, ευγενική και με ένα βλέμμα που σε ταξιδεύει. Δώσαμε ραντεβού στις 14:00. Έφτασα μια ώρα πριν από το άγχος μου. Ήρθε 20 λεπτά με καθυστέρηση ζητώντας μου χίλιες φορές συγγνώμη «Πέρασα έξω από τον Άγιο Δημήτριο και δεν μπορούσα να μην ανάψω ένα κεράκι. Με συγχωρείς. Πολύ».

Συνέντευξη στον Ευθύμη Κάλφα

Ήρθε στη Θεσσαλονίκη μια βροχερή Δευτέρα του Οκτώβρη. Σχεδόν συναχωμένη. «Κάτι συμβαίνει με αυτήν τη πόλη. Κάθε φορά που ανεβαίνω έχω και από κάτι. Όμως την αγαπώ πολύ. Ξέρεις, εδώ πέρασα τα καλύτερα μου φοιτητικά χρόνια». Η Ελένη Καστάνη θα βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη μέχρι την Κυριακή 29 Οκτωβρίου με την παράσταση «Σίρλεϋ Βαλεντάιν» στο Θέατρο Αυλαία. Έναν υπέροχο μονόλογο γραμμένο από τον Ουίλι Ράσελ. Ζήτησα από την κυρία Καστάνη να μου πει μερικά λόγια για το κείμενο!

Καταρχάς το έργο είναι πολύ διάσημο. Είναι η ιστορία μιας γυναίκας, λίγο μετά τα 50, η οποία έχει μεγαλώσει τα παιδιά της, αυτά έχουν φύγει από το σπίτι και ζει με τον άντρα της σε μια σχέση τελματωμένη. Το πρώτο μέρος διαδραματίζεται στην κουζίνα και έχει όνειρο να ταξιδέψει. Να φύγει στο εξωτερικό. Κάποια στιγμή μια φίλη της την προτείνει να φύγει διακοπές στην Ελλάδα. Τελικά την παίρνει την απόφαση αφού πελαγοδρομεί, δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να του το πει του συζύγου ότι θα φύγει. Κάνει την επανάσταση και πηγαίνει στην Ελλάδα όπου αλλάζει όλη της η ψυχολογία.

Συνολικά τρεις ηθοποιοί ενσάρκωσαν στην Ελλάδα τη «Σίρλευ Βαλεντάιν». Η Αλίκη Βουγιουκλάκη, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου και τώρα η Ελένη. Η Ελένη Καστάνη.

Μπήκατε στον πειρασμό να δείτε τις προηγούμενες διανομές; 

Την Μίρκα δεν την είδα καθόλου γιατί είναι πιο κοντά σε μένα. Την Αλίκη με πίεσε ο Αλέξανδρος ο Ρήγας να το δω. Αλλά όταν το είδα, είπα εντάξει, είναι πολύ μακριά αυτό που κάνω εγώ από την Αλίκη η οποία ήταν γλυκιά και υπέροχη αλλά εγώ νομίζω είμαι άλλου είδους γυναίκα. Εγώ δε χρειάζεται να τηγανίσω πατάτες για να καταλάβεις ότι τηγανίζω πατάτες τηγανητές και αυγά που αναφέρονται στο έργο, εγώ μπαίνω μέσα και τις φέρω τις πατάτες τις τηγανητές. Ξέρει ο θεατής ήδη πόσες έχω φάει (γέλια).

Άρα, εντοπίζετε κάποια κοινά στοιχεία στον χαρακτήρα σας μ’ αυτόν της Σίρλευ Βαλεντάιν;
 

Υπάρχουν σημεία στα οποία ταυτίζομαι απόλυτα. Στο πρώτο κομμάτι, το καταθλιπτικό της νοικοκυράς, της γυναίκας που είναι σε μια κουζίνα, έχει μεγαλώσει τα παιδιά της, έχουν φύγει και τώρα βιώνει μια πλήξη. Μετά με καλύπτει απόλυτα το όνειρο της πρωταγωνίστριας να κάτσει μπροστά στη θάλασσα σε ένα τραπεζάκι και να κοιτάζει το ηλιοβασίλεμα με ένα ποτήρι κρασί. Εμένα το κρασί δε με ενδιαφέρει γιατί δε με ενδιαφέρει το αλκοόλ αλλά τρελαίνομαι γι’ αυτό. Είναι το όνειρο της ζωής μου. Το όνειρο μου είναι να κάθομαι σε μια ξαπλώστρα και να κοιτάζω τη θάλασσα.

Παρήγγειλε τσάι. Πράσινο. «Και αν υπάρχει και με φρούτα θα το προτιμούσα» ζήτησε ευγενικά από τον σερβιτόρο. Όσον την παρατηρούσα μου θύμιζε κάτι τελευταίες μέρες του καλοκαιριού. Ζεστή αλλά και με ξαφνικά μπουρίνια. Συνειρμικά θυμικά τον Δεκαπενταύγουστο.  Δε θα μπορούσα να μην τη ρωτήσω για την ίσως καλύτερη δραματική ταινία που έχει παρουσίασει μέχρι στιγμής ο Ελληνικός Κινηματογράφος.

Πώς σας είχε γίνει τότε η πρόταση;

Συνέβη ακριβώς πριν 18 χρόνια. Το παιδί μου ήταν νεογέννητο όταν με πήρε ο Γιάνναρης τηλέφωνο. Όταν με πρωτόπειρε δεν απάντησα, είχε απαντήσει ο τηλεφωνητής. Εγώ σκέψου ήμουν ακόμα λεχώνα. Κάναμε ησυχία να μην ξυπνήσουμε τον μικρό;

Τι νιώσατε με το που πιάσατε το σενάριο στα χέρια σας;

Είχα μια περίεργη ενέργεια. Είχα καταλάβει αμέσως την επιτυχία που επρόκειτο να κάνει, με το που διάβασα το σενάριο. Με τον Κωνσταντίνο είχαμε ένα τρομερό δέσιμο. Μου έδωσε το σενάριο και πήγαμε στην πρώτη ανάγνωση να το διαβάσουμε όλο το καστ. Θυμάμαι ότι υπήρχαν πράγματα που είχα κάνει τότε, στην πρώτη – πρώτη ανάγνωση και μου είχε πει «Αυτό ακριβώς θα μου κάνεις και στο γύρισμα. Έτσι το θέλω». Ήταν η σκηνή στην εκκλησία.

Θεωρείτε ότι ήταν από τις ταινίες που θα μπορούσαν να βγουν και έξω από τα σύνορα της χώρας;

Μα είχαμε πάει και στο Φεστιβάλ του Βερολίνου. Θυμάμαι πόσο αισιόδοξος ήταν ο Γιάνναρης ότι θα πάρουμε και το βραβείο. Αλλά δυστυχώς αυτά δε γίνονται τόσο εύκολα. Χρειαζόταν και μαζική υποστήριξη από την χώρα! Δε μας βοήθησε στην προώθηση κανείς. Όταν βγήκαμε από την πρεμιέρα θυμάμαι οι ταξιθέτριες μας έλεγαν πόσα χρόνια είχαν να δουν μια τόσο καλή ταινία. Θα μείνει στην ιστορία ο «Δεκαπεντάγουστος». Ζήσαμε ωραίες στιγμές. 

Σας βλέπω να μιλάτε για των «Δεκαπεντάγουστο» και να γυαλίζουν τα μάτια σας. Νιώθω ότι αν σας έβαζα να διαλέγατε το θέατρο από τον κινηματογράφο, το πρώτο θα έχανε. Με διαφορά! 

Ίσως αν ήμουν στο εξωτερικό να έκανα μόνο κινηματογράφο ναι! Μ’ αρέσει πάρα πολύ. Το λατρεύω. Το θέατρο είναι φθαρτό. Γεννιέται και πεθαίνει κάθε βράδυ. Γιατί αλλάζει ο ένας παράγων που είναι το κοινό. Δεν είναι πάντα οι ίδιοι άνθρωποι αλλά ακόμα και αν είναι οι ίδιοι, δεν έρχονται πάντα με την ίδια διάθεση. Είναι μια τέχνη που δεν μένει στα χέρια σου σαν κάτι χειροπιαστό. Το σινεμά όμως μένει. Και γι’ αυτό είμαι πολύ προσεκτική στα σενάρια που επιλέγω! 

Μαθαίνουμε πάντως ότι υπάρχει μια ταινία στα σκαριά!

Ναι, θα κάνω μια ταινία. Μακάρι να πάνε όλα καλά και να μη χαλάσει κάτι στο τέλος. Μου άρεσε πολύ ένα σενάριο που μου δώσανε. Τα γυρίσματα μετατοπίστηκαν για Ιανουάριο – Φεβρουάριο. Είναι μια κοινωνική ταινία, λέγεται «Ευτυχία» και θα τη σκηνοθετήσει η Κατερίνα Ευαγγελάκου. Εγώ θα υποδυθώ την μητέρα της πρωταγωνίστριας. Όμως περισσότερα δεν μπορώ να σου πω. 

Μια ημέρα πριν την προγραμματισμένη μας συνέντευξη, πήγα να τη δω στο θέατρο. Αφού ολοκλήρωσε την ερμηνεία της ως «Σίρλεϋ Βαλεντάιν», η Ελένη Καστάνη βγήκε στην σκηνή για την καθιερωμένη υπόκλιση και τότε συνέβη κάτι που δεν είχα δει ποτέ ξανά σε ελληνικό θέατρο. Το χειροκρότημα, οι ιαχές, τα «μπράβο» που όλοι φώναζαν όρθιοι θύμιζαν παλιές εποχές. Τότε που οι θεατές λάτρευαν με όλο τους το είναι τους ηθοποιούς.

Κ. Καστάνη, γίνονται τελικά όλα για το τελευταίο χειροκρότημα;

Γι’ αυτό έγινα ηθοποιός. Για να υποφέρω εγώ, να γιατρεύω τη δική μου ψυχή με τις χαρές και τους πόνους του κάθε ρόλου που υποδύομαι και για να δίνω χαρά στον κόσμο. Να έρθει κάποιος να μου πει ότι το διασκέδασε. Ότι δεν ήταν καλά ψυχολογικά και του έφτιαξα τη διάθεση. Τι όμορφο πράγμα αυτό. Δε με ενδιαφέρει να με αναγνωρίζουν στο δρόμο. Εμένα κι’ αυτό μου φτάνει. 

Και σε ποια ηλικία θυμάστε τον εαυτό σας να επιλέγει αυτό το επάγγελμα;  

Πάντα ήθελα να γίνω ηθοποιός. Εγώ μεγάλωσα στην Σητεία της Κρήτης και έκανα κάποια χρόνια να δω θέατρο. Έβλεπα όμως πολύ Ελληνικό σινεμά όπως όλοι μας. Ήμουν γύρω στα 8, ίσως και 9 όταν ήρθαμε πρώτη φορά στην Αθήνα και πήγαμε με τους γονείς μου σε θέατρο. Και όταν άνοιξε η αυλαία έπαθα κάτι σαν…η καρδιά μου θυμάμαι πήγε να σπάσει. Είχα πει, «Θεέ μου αυτό θέλω να κάνω». Το είχα νιώσει οργανικά. Αυτή θέλω να είναι δουλειά μου! 

Όταν η Ελένη Καστάνη είχε πει στη μητέρα της, την κυρία Ερμιόνη ότι ήθελε να ασχοληθεί με την υποκριτική, της είχε προτείνει τότε να τελειώσει μία άλλη σχολή πρώτα και αργότερα να πάει στη Δραματική Σχολή. Ήταν τότε που για περίπου τέσσερα χρόνια σπούδασε στη Θεσσαλονίκη, στη Βιομηχανική Σχολή, χωρίς όμως να πάρει ποτέ δίπλωμα. Έτσι, αμέσως γράφτηκε στη Δραματική Σχολή Βεάκη, από την οποία και αποφοίτησε!

Κ. Καστάνη τι θυμάστε από εκείνη τη Θεσσαλονίκη; 

Θυμάμαι βγαίναμε στο τότε Καφέ Ντορέ. Εγώ σπούδαζα στη βιομηχανική σχολή που τότε ήταν στην Αγίας Σοφίας. Το σπίτι μου ήταν στο κέντρο. Αυτός ο δρόμος τότε ήταν ένας πυρήνας τρομερού ενδιαφέροντος για έναν ηθοποιό! Ένα καλλιτεχνικό Σταυροδρόμι! Θυμάμαι εκεί μαζευόταν ποιητές, λογοτέχνες ήταν και το κρατικό Θέατρο και μάλιστα το Φεστιβάλ Κινηματογράφου είχε και εκεί προβολές Ήταν ένας πυρήνας τρομερού ενδιαφέροντος για έναν ηθοποιό.

Και μετά; Από που ξεκίνησαν όλα; 

Όλα ξεκίνησαν από τον Βολανάκη! Έπαιξα θυμάμαι εδώ, στη Θεσσαλονίκη, με το Θεσσαλικό Θέατρο με τον Κώστα Τσιάνο στην παράσταση «Μας πήρε το ποτάμι». Αυτή ήταν η παράσταση με την οποία έκανα καριέρα. Την επιθεώρηση την ανεβάσαμε και στο θέατρο «Πόρτα» της Καλογεροπούλου για 10 ημέρες και από εκεί με επέλεξαν αμέσως. Έπαιξα με την Ξένια το χειμώνα όπου σκηνοθετούσε ο Φασουλής. Από εκεί με είδε ο συνεργάτης του Ρήγα, ο Θοδωρής Πετρόπουλος. Το ένα έφερε το άλλο! Μετά με είδε η συχωρεμένη η Σμαρούλα Γιούλη και με πήγε στο ιστορικό θέατρο στο Παρκ. Εκεί που ονειρευόμουν να παίξω επιθεώρηση. Και κάπως έτσι άρχισε όλη μου η καριέρα μ’ αυτήν την πρώτη δουλειά. Το «Μας πήρε το ποτάμι».

Η Βαλεντίνη στο «Δις εξαμαρτείν», η Μορφούλα στο «Δεκαπεντάγουστο», η Κρητικιά Ηγουμένη της Μονής της Παναγιάς της Μαυροβουνιώτισσας στο θεατρικό «Κορίτσια με τα Μαύρα», η Φωφώ στο «Τι ψυχή θα παραδώσεις μωρή», η Σίρλεϋ Βαλεντάιν, η Παπαδιαμάντη στο «Φόνισσες της Παπαδιαμάντη» και εκατοντάδες άλλοι ρόλοι που το κοινό λάτρεψε.

Αναρωτιέμαι μετά από τόσα χρόνια και τόσους ρόλους, υπάρχει κάποιο επαγγελματικό απωθημένο; Επόμενους ρόλους ίσως;

Ναι, έχω κάποιους στόχους στο μυαλό μου! Συνεργασίες για παράδειγμα ίσως κάνα δυο που δεν πρόλαβα. Θα ήθελα για παράδειγμα να με σκηνοθετήσει ο Βολανάκης, ίσως και ο Αντρέας Βουτσινάς που δεν είχα δουλέψει ποτέ μαζί του. Επίσης ήθελα να δουλέψω και με τον Κακογιάννη. Άλλα όσον αφορά την καριέρα μου πάντα σκεφτόμουν τον επόμενο ρόλο απ’ αυτόν που υποδυόμουν. Θυμάμαι στο Safe Sex έλεγα, «Πω, πω, αυτός ο ρόλος που υποδύομαι έχει και στοιχεία δραματικά και μπορεί με δει κάποιος από το σινεμά και να κάνω άλλου είδους ταινία». Και με βλέπει ο Γιάνναρης και κάνουμε τον Δεκαπεντάγουστο. Με΄τα δεν είχα παίξει ποτέ στην Επίδαυρο. Με παίρνει ο Τσιάνος, τότε ήταν στον Εθνικό και κάναμε τη Λυσιστράτη, που ήταν η Κονιόρδου και εγώ υποδυόμουν την Κλεονίκη και παίξαμε και Επίδαυρο. Πήγαμε στην Αμερική μ’ αυτήν την παράσταση. Νέα Υόρκη και Σαν Φρανσίσκο. Πριν την «Σίρλεϋ Βαλεντάιν» έλεγα πώς είχα κουραστεί από τις ομαδικές κωμωδίες και αμέσως μετά μου ήρθε η πρόταση από τον Αλέξανδρο Ρήγα. Αλλά ποτέ δεν λέω σε συνεντεύξεις τι έχω στο μυαλό μου για επόμενες συνεργασίες και παραστάσεις. 

Μιας που αναφέρατε τον Αλέξανδρο Ρήγα, θέλετε να μου εξηγήσετε αυτήν την εμμονή που υπάρχει μεταξύ σας; 

Αυτός έχει με εμένα εμμονή (γέλια). Δεν έχει γράψει έργο με τον Δημήτρη τον Αποστόλου και να μην μου μου προτείνουν να παίξω. Ακόμα και στο θεατρικό, «Μπαμπά μην ξαναπεθάνεις Παρασκευή» στο οποίο δεν έπαιξα ποτέ, ακόμα και εκεί στην πρώτη διανομή με την Χρύσα Ρώπα, μου είχαν προτείνει να παίξω στο ρόλο της μιας αδερφής που τελικά τον πήρε η Άννα Παναγιωτοπούλου. Δε με πρόλαβαν για μια ημέρα, είχα κλείσει με την Μιμή Ντενίση. Με τον Ρήγα πρώτη φορά έπαιξα στο «Ελίζα και οι Άλλοι». Ο Ρήγας με είχε δει και στις Τρεις Χάριτες. Είχαν μια εμμονή με εμένα και την Χρύσα Ρώπα. Και θα σου εκμυστηρευτώ κάτι. Όταν έγραφαν το «Δυο Ξένοι» με πήρε τηλέφωνο τότε ο Δημήτρης ο Αποστόλου και μου είχε πει «Ελένη σε θέλουμε να μας κάνεις την πρώτη σκηνή του έργου διότι είσαι γουρλού». Με είχε φάει το άγχος μην γίνει κάτι και δεν πήγαινε καλά το σίριαλ και θα νόμιζαν όλοι ότι έφταιγα εγώ! 

Με την Ελένη Καστάνη είχαμε δώσει ραντεβού στις 14:00. Εγώ είχα φτάσει μια ώρα πριν λόγω άγχους ενώ εκείνη είχε έρθει με 20 λεπτά καθυστέρηση ζητώντας μου χίλιες φορές συγγνώμη. Είχε πάει να ανάψει ένα κερί στον Άγιο Δημήτριο. Μεταξύ μας πάντως και δυο αιώνες να με έστηνε, παράπονα δε θα έκανα. Ποτέ. Φτάνει και μόνο που στο τέλος, θα ερχόταν!