Μια ιστορία που μυρίζει «γιαγιά»

…αν θες να «μπεις» στην ιστορία μου, άκου  παράλληλα αυτό…

Με λένε Αθηνά και είμαι 32. Η μαμά μου, είναι η Ανδριάνα και η γιαγιά μου, η Αθηνά. Για κάποιους άλλους κυρά-Νούλη! Μεγάλωσα λοιπόν στα Νέα Μουδανιά, με γονείς εργαζόμενους που οι ώρες συνάντησης μας για αρκετά χρόνια, ήταν το μεσημεριανό τραπέζι και συνήθως στο σπίτι της γιαγιάς Αθηνάς. Ειδικά τις Κυριακές, πηγαίναμε από νωρίς. Μετά την εκκλησία, η γιαγιά μου, έψηνε ελληνικό καφέ και φούρνιζε την πίτα που είχε ετοιμάσει από το προηγούμενο βράδυ. Το μεσημέρι, μέχρι να γίνει το φαγητό, οι άνδρες της οικογένειας, ο παππούς, ο θείος και ο μπαμπούλης μου, απολάμβαναν το τσιπουράκι τους με πρόχειρα μεζεδάκια. Ε… όλο και κάτι πήγαινα και τσιμπούσα, καθήμενη στα πόδια του μπαμπά, ανεξάρτητα από την ηλικία και το βάρος μου και… όλο και λίγο τσιπουράκι έπινα…
Το σπίτι της γιαγιάς, αν ήταν κάποια αίσθηση, θα ήταν η όσφρηση κατά τους γείτονες και η γεύση για εμάς! Πραγματικά, νιώθω πολύ τυχερή που μεγάλωσα σε ένα σπίτι που αυτό που οι άλλοι θεωρούν δύσκολο, εγώ το απολάμβανα στο 100%. Τί είναι αυτό; Η μαγεία της γεύσης!
Μπορεί το σπίτι της μόνιμα να μοσχοβολούσε καλομαγειρεμένο φαγητό και το «μενού» της να ήταν κάθε εβδομάδα διαφορετικό. Ξέρετε, οι παλιές γυναίκες, έβγαζαν εβδομαδιαίο πρόγραμμα για το φαγητό τους… Αυτό που με τρέλλαινε, είναι ότι η γιαγιά όσο ήταν και πιο νέα, δεν είχε κάθε εβδομάδα κοκκινιστό μοσχάρι τις Κυριακές, αλλά «έπαιζε» με την παράδοση και τα μπαχάρια, μιας και είμαστε Μικρασιάτες στην καταγωγή.
Η μαμά της, η προγιαγιά μας, η κυρ-Αγαθή, της είχε μάθει όλα τα μυστικά για την κουζίνα. Μέχρι που όταν μαγείρευε, στεκόταν από δίπλα της και της έλεγε: «το χρώμα του φαγητού, δείχνει ότι του λείπει αλάτι Αθηνά μου». Είναι να μην θέλεις να τις μοιάσεις;

Η μεγάλη μου αγάπη όμως, δεν ήταν τόσο το φαγητό της γιαγιάς μου, όσο οι πίτες της! Αυτές οι σπιτικές πίτες, με φύλλο ανοιγμένο στο χέρι, με βούτυρο αγνό. «Ανοίγεις τα φύλλα σου σε στρογγυλά και βάζεις βούτυρο μπόλικο», μου έλεγε. «Μην είσαι τσιγγούνα, βάλε κι άλλο», μου έλεγε όταν πήγαινα να την βοηθήσω!
Έβαζε το ένα φυλλαράκι πάνω στο άλλο και ανάμεσα, βούτυρο. Πολύ βούτυρο. 2 ντάνες από 8 φύλλα και τα άφηνε να ξεκουραστούν, καλά σκεπασμένα στο ψυγείο. Έπειτα, ξεκινούσε να κάνει την γέμιση. Και εκεί ήταν που σε έπιανε λιποθυμιά! Φρέσκα και ξερά κρεμμύδια, άνιθο, δυόσμο φρέσκο, σπανάκι, ελαιόλαδο δικής μας παραγωγής και τυράκι. «Πάντα θα βάζεις καλή φέτα στην πίτα σου, μην ακούς τι λένε οι μάγειρες της τηλεόρασης», μου έλεγε. Που τότε, ίσα που είχε αρχίσει να γίνεται της μόδας η συνταγή και κάθε πρωινάδικο, είχε και την κουζίνα του…
Ανακάτευε με ξύλινη κουτάλα όλα αυτά, αφού είχε «ψήσει» στο αλάτι το σπανάκι της. Ένα πέρασμα από την κατσαρόλα ίσα να μαραθεί λίγο ακόμα και ήταν έτοιμη η γέμιση.

Άνοιγε τα φύλλα της σφολιάτας με τέτοια ευκολία, που σήμερα, αν και μαγείρισσα, δεν μπορώ να την φτάσω ούτε εγώ, αλλά ούτε και κανένας από τους προκομένους της τηλεόρασης. «Μάναααα! Με έτοιμη σφολιάτα κάνει πίτα αυτός», λέει όταν βλέπει κάνεναν Άκη στην τηλεόραση…
Άνοιγε λοιπόν τα φύλλα της και το πρώτο το τοποθετούσε στη λαμαρίνα, την οποία είχα λαδώσει. Έπειτα, έριχνε την γέμιση, την άπλωνε καλά καλά που μέχρι και οι γωνίες είχαν γέμιση. Στη συνέχεια κάλυπτε την γέμιση με το επάνω φύλλο. Χάρασε την πίτα, την ράντιζε, την σταύρωνε και την φούρνιζε…
Και αυτό κάνει μέχρι σήμερα! Στα 82 της ακόμα είναι η καλύτερα γιαγιομαγείρισσα!
Μόνο μια μπουκιά να φας από την πίτα της, νομίζεις οτι μπορείς να φας όλη τη λαμαρίνα.
Ευτυχώς, πήραμε λίγη από την «αστερόσκονή» της και τα καταφέρνουμε κι εμείς καλά, αλλά όχι σαν τη γιαγιά μας…

Αυτά είχα να σας πω για την γιαγιά μου και την υπέροχη πιτούλα της. Η Κυριακή, είναι δίπλα, ζητήστε από την γιαγιά σας μια πίτα και να είστε σίγουρη οτι θα σας της φτιάξει! Αρκεί, όσο ψήνεται, να πιείτε έναν καφέ μαζί της και να απολαύσετε κάθε στάδιο μυρωδιάς του φουρνίσματος…