Κείμενο: Γιώργος Ψωμιάδης

Ήμουν 1η  γυμνασίου, σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου, σε μια τριήμερη. Ήταν το πρώτο ταξίδι που θυμάμαι ως έφηβος, με τις πρώτες εκείνες πικρές μπύρες σε τενεκεδένια κουτάκια που κάνουν το πρόσωπο σου να μορφάζει, με τους χαζούς έρωτες, τις κιθαρίτσες στα δωμάτια και τις χαζομάρες τις πρώιμης ελευθερίας. Θυμάμαι το βράδυ να ξαπλώνουμε στα κρεβάτια, και να βάζουμε στα παλιά μας κινητά το «Εφάπαξ» του Κότσιρα και του Μαχαιρίτσα. Άκουγες μία συγχορδία από νεανικές φωνές να βιώνουν τη στιγμή της πρώτης τους διακήρυξης ανεξαρτησίας. Εγώ, την ταύτισα με τον Λαυρέντη. Και με εκείνο το τραγούδι που θα έπαιζε στο μυαλό μου σαν ένα μικρό μάθημα, να μην αφήσω τις αγέννητες ζωές να με ακολουθούν. Να μη σφίγγω τα λουριά.

Αργότερα, ο Λαυρέντης έπαιζε τον Τούρκο του και ένας γάτος με ακολουθούσε παράλληλα όσο περπατούσα στα στενά της γειτονιάς μου με τα αθώα εκείνα, πρώτα φιλιά της εξερεύνησης. Ο γάτος ήρθε και στα παγκάκια του σχολείου, όταν το βραδάκι μαζευόμασταν οι συμμαθητές για να στηρίξουμε ο ένας τον άλλον στις ερωτικές απογοητεύσεις μας.

Στο λύκειο, όταν περνούσαμε μέσα σε ένα λεωφορείο από τον Βόσπορο, για τη βόλτα της πενθήμερης, θυμάμαι όλα τα παιδιά να ζητάνε από τον οδηγό το «Έλα ψυχούλα μου» και να τραγουδάνε με τα φώτα της Πόλης να μας δείχνουν τον δρόμο έξω. Ο Λαυρέντης τραγουδούσε τους έρωτες που θυμόμαστε, τα ανέμελα χαμόγελα μιας εποχής που εξερευνείς τα πάντα, μια εποχή γεμάτη πρώτες φορές.

Έκτοτε ήξερες πως θα ήταν εκεί κάθε φορά που η καρδιά σου σκιρτούσε λίγο, κάθε φορά που λίγο τσιμπιόταν, λίγο ξέφευγε από τη νόρμα. Κι όσο τα κομμάτια των καλλιτεχνών της δικής μου φουρνιάς γινόταν viral, όσο οι καλλιτέχνες της μάζας, της επικαιρικής φήμης και του reality κυκλοφορούσαν στο γυαλί της τηλεόρασης, ήξερες πως και εσύ και ο διπλανός σου και ο συμφοιτητής σου, στις στιγμές εκείνες που ένιωθες κάτι βαθύ, θα ήταν ο Λαυρέντης που θα σου έκανε παρέα.

Στα δύσκολα ο «Τιτανικός», στα όμορφα το «Και τι ζητάω», στα γαμώτο το «Εφάπαξ».

Αυτοί οι καλλιτέχνες που τελικά κρατάνε τη μπάλα χαμηλά, που δε φωνάζουν πολύ, που μιλάνε μέσα από τους στοίχους και τη μουσική τους, που μένουν μέσα μας, που αντέχουν στον χρόνο και μας κάνουν να τους αναπολούμε νοσταλγώντας στιγμές, συναισθήματα και πρόσωπα. Αυτοί είναι οι καλλιτέχνες που μας σημαδεύουν. Αυτοί, που η μουσική τους μπαίνει στη ζωή σου και μόλις ακούς τα κομμάτια τους, ακόμη και χρόνια μετά, ταξιδεύεις και πάλι. Και ο Λαυρέντης έκανε ακριβώς αυτό. Μας ταξίδεψε και κάθε φορά που κάποιο από τα «παιδιά» του θα παίζει στο ακουστικό, εμείς θα ταξιδεύουμε ξανά. Κάθε τραγούδι του είναι μια ευκαιρία για αυτό που είμαστε προορισμένοι. Να αισθανθούμε κάτι το δυνατό. Κάθε τραγούδι του είναι μια ευκαιρία για να πάμε στον παράδεισο.