Ο πλουσιότερος Έλληνας στον κόσμο δεν είναι ο Φίλιππος Νιάρχος, ο Βαρδής Βαρδινογιάννης ή ο Τέλης Μυστακίδης. Τα ονόματα και οι περιουσίες αυτών των Ελλήνων επιχειρηματιών φιγουράρουν κάθε χρόνο στις λίστες με τους δισεκατομμυριούχους του πλανήτη. Στην πραγματικότητα, όμως, ο πλουσιότερος Έλληνας του κόσμου είναι κάποιος που ελάχιστοι στη χώρα γνωρίζουν.

Πρόκειται για τον Τζιμ Ντέιβις, ο οποίος βρέθηκε φέτος στην 134η θέση της λίστας με τους 400 πλουσιότερους της Αμερικής. Με προσωπική περιουσία 6,5 δισ. δολαρίων, αυτός ο γιος μεταναστών από την Ελλάδα είναι ο πλουσιότερος άνθρωπος με ελληνικές ρίζες στον κόσμο. Και μάλιστα, είναι ο άνθρωπος πίσω από ένα πασίγνωστο brand, αυτό των παπουτσιών New Balance.

Όπως γράφει το Forbes, ο Ντέιβις αγόρασε μία μικρή εταιρεία παπουτσιών στη Βοστώνη το 1972 και τη μετέτρεψε σε έναν γίγαντα με τζίρο 3,6 δισ. δολαρίων. Ο ίδιος είναι ο πρόεδρος της New Balance και η σύζυγός του, Αν, είναι η αντιπρόεδρος. Η οικογένεια Ντέιβις ελέγχει το 95% της εταιρείας, η οποία δεν μπήκε ποτέ στο χρηματιστήριο.

Η ιστορία της New Balance ξεκινά κάπου στο 1906, όταν ο Βρετανός μετανάστης Γουίλιαμ Ρίλεϊ ιδρύει στη Μασαχουσέτη τη «New Balance Arch Support Company». Με έμπνευση από το πόδι της κότας, που στηρίζεται σε τρία σημεία για να προσφέρει τη μέγιστη ισορροπία, ο Ρίλεϊ ξεκίνησε φτιάχνοντας υποστηρικτικούς πάτους για εκείνους που ήταν αναγκασμένοι να υπομένουν πολλές ώρες ορθοστασίας, πριν να επεκταθεί στα αθλητικά παπούτσια.

Η New Balance βρέθηκε στο δρόμο του σημερινού ιδιοκτήτη της κάπως τυχαία. Γεννημένος το 1943 στις ΗΠΑ από Έλληνες γονείς, ο Τζιμ Ντέιβις σπούδασε βιοχημεία στο Middlebury College. «Φιλοδοξούσα να γίνω γιατρός, αλλά συνειδητοποίησα ότι μισούσα το διάβασμα», είχε πει σε κάποια παλιά συνέντευξή του. Έτσι, άρχισε να πουλά εξοπλισμό για εργαστήρια χημείας και βιολογίας, αλλά πολύ σύντομα σκέφτηκε να αγοράσει μια μικρή επιχείρηση. «Η New Balance ήταν η πρώτη που κοίταξα. Όμως απλά την απέρριψα. Είχα κάποιες γνώσεις γύρω από τα αθλητικά είδη, αλλά δεν ήξερα τίποτα από παπούτσια. Ένα χρόνο αργότερα, ήταν ακόμα διαθέσιμη, και έτσι την αγόρασα», θυμόταν ο Ντέιβις.

Ήταν το 1972, ανήμερα της διεξαγωγής του φημισμένου μαραθωνίου της Βοστώνης, όταν συμφώνησε να εξαγοράσει τη New Balance αντί 100.000 δολαρίων. Μέσα σε μία δεκαετία, την είχε μετατρέψει σε ένα διάσημο brand στην αμερικανική αγορά, με βλέψεις για διεθνή επέκταση. Ασφαλώς, ο Ντέιβις χρωστά πολλά στο καλό timing, καθώς κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η δημοτικότητα του τρεξίματος εκτινάχθηκε. To 1976, η New Balance κυκλοφόρησε το παπούτσι που έμελλε να τη βάλει στο χάρτη, αφού το διάσημο μοντέλο «320» δεν ήταν απλά το πρώτο που έφερε το λογότυπο με το «Ν», αλλά και εκείνο που ξεχώρισε από τη «Βίβλο των δρομέων», το περιοδικό Runner’s World σαν το καλύτερο της εποχής του.

Ήταν το 1972, ανήμερα της διεξαγωγής του φημισμένου μαραθωνίου της Βοστώνης, όταν συμφώνησε να εξαγοράσει τη New Balance αντί 100.000 δολαρίων. Μέσα σε μία δεκαετία, την είχε μετατρέψει σε ένα διάσημο brand στην αμερικανική αγορά, με βλέψεις για διεθνή επέκταση. Ασφαλώς, ο Ντέιβις χρωστά πολλά στο καλό timing, καθώς κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η δημοτικότητα του τρεξίματος εκτινάχθηκε. To 1976, η New Balance κυκλοφόρησε το παπούτσι που έμελλε να τη βάλει στο χάρτη, αφού το διάσημο μοντέλο «320» δεν ήταν απλά το πρώτο που έφερε το λογότυπο με το «Ν», αλλά και εκείνο που ξεχώρισε από τη «Βίβλο των δρομέων», το περιοδικό Runner’s World σαν το καλύτερο της εποχής του.

Ήταν το 1972, ανήμερα της διεξαγωγής του φημισμένου μαραθωνίου της Βοστώνης, όταν συμφώνησε να εξαγοράσει τη New Balance αντί 100.000 δολαρίων. Μέσα σε μία δεκαετία, την είχε μετατρέψει σε ένα διάσημο brand στην αμερικανική αγορά, με βλέψεις για διεθνή επέκταση. Ασφαλώς, ο Ντέιβις χρωστά πολλά στο καλό timing, καθώς κοντά στα τέλη της δεκαετίας του 1970, η δημοτικότητα του τρεξίματος εκτινάχθηκε. To 1976, η New Balance κυκλοφόρησε το παπούτσι που έμελλε να τη βάλει στο χάρτη, αφού το διάσημο μοντέλο «320» δεν ήταν απλά το πρώτο που έφερε το λογότυπο με το «Ν», αλλά και εκείνο που ξεχώρισε από τη «Βίβλο των δρομέων», το περιοδικό Runner’s World σαν το καλύτερο της εποχής του.