Λίγες μέρες πριν οι Nouvelle Vague έρθουν στη Θεσσαλονίκη για μια μοναδική συναυλία, ο Olivier Libeaux παραχώρησε συνέντευξη στη συντάκτριά μας Μαριάννα Βασιλείου.

«Olivier Libeaux (Nouvelle Vague) – Παίζουμε στην Ελλάδα μια φορά το χρόνο από όταν ξεκινήσαμε»

Ας υποθέσουμε για μια στιγμή ότι συναντάς κάποιον που δεν έχει ποτέ ακούσει για τους Nouvelle Vague. Πώς θα του/της περιέγραφες το συγκρότημα και τη μουσική σας;

Θα εξηγούσα το concept με τον τρόπο που το κάνω από το 2004: οι Nouvelle Vague είναι ένα μουσικό crossover ανάμεσα στο punk/new wave και στη bossa nova. Διασκευάζουμε new wave τραγούδια σε στυλ bossa nova, και για αυτό το λόγο ονομαζόμαστε “Nouvelle Vague” (η γαλλική μετάφραση του new wave και της bossa nova).

Ας αναφέρουμε το προφανές: το κίνημα της νουβέλ βαγκ αποτελεί έμπνευσή σας και αυτό είναι εμφανές στο όνομα του συγκροτήματος. Ποια η σύνδεση του τελευταίου με το εν λόγω κινηματογραφικό κίνημα;

Η σύνδεση μεταξύ ημών και του κινηματογραφικού κινήματος της δεκαετίας του ’60 δεν είναι τόσο στενή. Ας πούμε απλά ότι η κινηματογραφική νουβέλ βαγκ αποτελεί σημαίνον μέρος της γαλλικής κουλτούρας μας. Οι παραλληλισμοί της με το μουσικό κίνημα του new wave της δεκαετίας του ’80 είναι η καλλιτεχνική ελευθερία, το ίδιο ισχύει και με τη bossa nova. Όλα αυτά τα καλλιτεχνικά κινήματα βασίζονται στη Δημιουργικότητα: μόνο με μια κιθάρα και τρία ακόρντα μπορείς να γράψεις ένα punk τραγούδι. Μόνο με μια κάμερα και έναν ή μία ηθοποιό, μπορείς να γυρίσεις μια ταινία. Τούτου λεχθέντος, στην πραγματικότητα διαλέξαμε το όνομά μας (“Nouvelle Vague”) από τη γαλλική μετάφραση του new wave και της bossa nova.

Περίγραψέ μας τη δημιουργική διαδικασία: πώς διαλέγετε τα τραγούδια που θα διασκευάσετε και πώς αποφασίζετε το κατάλληλο φωνητικό/μουσικό στυλ για το καθένα από αυτά;

Αυτό είναι πολύ φυσική διαδικασία. Ας πούμε ότι δημιουργήσαμε μια «συνταγή» το 2003 – που ήταν η διασκευή κάποιων new wave τραγουδιών υπό ένα πολύ διαφορετικό φορμά. Από τότε, πάντα είναι ζήτημα έμπνευσης, επιθυμίας να διασκευάσουμε ένα τραγούδι της δεκαετίας του ’80 – μεγαλώσαμε ακούγοντας αυτά τα συγκροτήματα και τη μουσική τους – σε μια καινούρια ενδιαφέρουσα βερσιόν. Η ιδέα είναι να εκπλήσσουμε τους εαυτούς μας, και πιθανώς και το κοινό μας.

Στο «Ι could be happy«, υπάρχει για πρώτη φορά δικό σας πρωτότυπο υλικό. Πώς το αποφασίσατε αυτό και ποια δημιουργική διαδικασία ακολουθήσατε για αυτά τα τραγούδια;

Η ιδέα του να βάλουμε πρωτότυπο υλικό σε άλμπουμ των Nouvelle Vague πλανιόταν για καιρό στον αέρα. Αλλά ποτέ δεν ήταν η σωστή στιγμή στα προηγούμενα άλμπουμ – θα αναστάτωνε το concept των άλμπουμ μας, καθώς ξέραμε ότι στο “3”, για παράδειγμα, υποδεχόμασταν κάποιους από τους δημιουργούς των πρωτοτύπων τραγουδιών. Στο “I Could Be Happy”, η χρονική συγκυρία ήταν σωστή. Είχαμε καλά πρωτότυπα τραγούδια στην άκρη, που μπορούσαν να αναμειχθούν με κάποιες διασκευές, ήταν καιρός να κυκλοφορήσουμε αυτό το είδος άλμπουμ. Οπότε και το κάναμε.

Δεδομένου του ότι τα τραγούδια που διασκευάζετε είναι πολύ γνωστά (π.χ. το «Love will tear us apart«, το «Bela Lugozis Dead«), πώς διασφαλίσατε ότι οι τραγουδίστριες δεν είχαν ακούσει ποτέ τα πρωτότυπα; Ή αυτό είναι αστικός μύθος και απλά επιλέξατε τραγουδίστριες που δεν ήταν εξοικειωμένες με το post punk/punk/new wave ιδίωμα;

Στα πρώτα χρόνια των Nouvelle Vague (2003, 2004, 2005), ήταν προφανές ότι οι 25χρονες τραγουδίστριες δεν ήξεραν τίποτα για το punk και το new wave, απλά και μόνο επειδή η μουσική αυτή είχε εξαφανιστεί για χρόνια, οι νέες γενιές δεν τη γνώριζαν. Για αυτό και μπορέσαμε να ηχογραφήσουμε και να κυκλοφορήσουμε τα δυο πρώτα μας άλμπουμ με τραγουδίστριες εντελώς «φρέσκιες» στη κληρονομιά του punk και του new wave. Μετά η μουσική της δεκαετίας του ’80 επέστρεψε στα μέσα και στην pop κουλτούρα, οπότε ο κόσμος τύχαινε να ανακαλύπτει τα αρχικά συγκροτήματα. Αλλά έχουμε έναν τρόπο να κρατιόμαστε «καθαροί»: απλά διαλέγουμε ένα σπάνιο ή ξεχασμένο τραγούδι, όπως το “I Could Be Happy” των Altered Images για παράδειγμα, κι είμαστε απολύτως σίγουροι ότι οι τραγουδίστριές μας δεν θα ξέρουν τίποτα για αυτό.

Το 2009 κυκλοφορήσατε το «Acoustic«, ένα ζωντανό άλμπουμ με ακουστικές εκτελέσεις των διασκευών σας. Τι δυσκολίες παρουσιάστηκαν στην εκτέλεση αυτή των τραγουδιών; Ποια βερσιόν προτιμάς εσύ – την ηλεκτρική ή την ακουστική;

Το «Acoustic» ηχογραφήθηκε κατά τη διάρκεια μιας ακουστικής περιοδείας στην Πορτογαλία. Δεν ξέραμε ότι θα κυκλοφορούσε άλμπουμ. Οι ακουστικές εκτελέσεις είναι εγγενείς για τους Nouvelle Vague από την αρχή. Μόνο λίγα χρόνια μετά τα ντεμπούτα μας προσθέσαμε μπάσο και συνεπαγόμενα ντραμς ή κρουστά στο συγκρότημα. Αλλά η «καρδιά» των Nouvelle Vague είναι ακουστική (κιθάρα/φωνητικά). Ως εκτελεστής, απολαμβάνω και τις δυο επιλογές.

Στο «3», κινηθήκατε από τις reggae και bossa nova ερμηνείες στην country και στη bluegrass και στο «Ι could be happy«, συμπεριλάβατε επίσης και dream pop. Υπάρχουν άλλα είδη μουσικής με τα οποία θα θέλατε να παίξετε;

Ω ναι, είναι μάλλον ατελείωτα. Ξεκινήσαμε να απομακρυνόμαστε από την αυστηρή αναφορά στη bossa nova αμέσως μετά το πρώτο άλμπουμ μας. Από τότε, το πιο σημαντικό για μας ήταν το να διατηρήσουμε το «στυλ» μας, τον «ήχο» μας, αλλά απολαμβάνουμε το να κινούμαστε από τη μια έμπνευση στην άλλη – soundtracks, french pop, dream pop, modern pop, bluegrass….

Υπάρχουν πολλά εξαίρετα συγκροτήματα στο κίνημα αναβίωσης του postpunk, π.χ. οι A Place To Bury Strangers, οι Editors, οι Interpol, για να αναφέρω μερικά μόνο. Θα σας ενδιέφερε να διασκευάσετε κομμάτια νέων συγκροτημάτων ή το σχέδιο πίσω από τους Nouvelle Vague είναι η αποκλειστική δουλειά με συγκροτήματα της δεκαετίας του ’80;

Ωραία ερώτηση. Δεν το έχουμε σκεφτεί αυτό ακόμα. Τα ξέρω αυτά τα συγκροτήματα, είναι αξιοσέβαστα και παίζουν καλή μουσική. Ίσως ο λόγος που δεν επικεντρωνόμαστε σε αυτά είναι το ότι απολαμβάνουμε να διασκευάζουμε τραγούδια που έτυχε να αγαπάμε όταν ήμασταν 16 χρονών. Αυτό φέρνει κάτι συναισθηματικό στην ιστορία. Από την άλλη, εγώ έκανα το προσωπικό μου άλμπουμ “Uncovered Queens Of The Stone Age”, δουλεύοντας εκ νέου ένα σύγχρονο συγκρότημα και ρεπερτόριο – του οποίου είμαι μεγάλος φαν. Οπότε, θα δούμε…

Η μουσική σας έχει εμφανιστεί πολλές φορές στον κινηματογράφο και στην τηλεόραση από ταινίες σαν το «Planet Terror«, μέχρι σειρές σαν το «Gossip Girl«. Με τι κριτήριο επιλέγετε τα μέσα στα οποία θα εμφανιστεί η μουσική σας;

Οι ατζεντηδές μας τα έχουν αναλάβει αυτά. Έχουν κάνει και κάνουν εξαιρετική δουλειά. Δεν υπάρχουν πραγματικά κριτήρια… Ας πούμε ότι μια ταινία ή μια σειρά που θέλει να παίξει ένα τραγούδι των Nouvelle Vague έχει πιθανότατα καλό γούστο.

Έχετε δηλώσει στο παρελθόν ότι οι Magazine είναι το πιο επιδραστικό όνομα ολόκληρης της postpunk εποχής. Πώς ήταν το να δουλεύετε με τον Barry Adamson στην ερμηνεία σας του “Parade”;

Οι Magazine είναι ένα πολύ σημαντικό συγκρότημα για μας, όπως και οι Wire και μερικά άλλα. Αυτά τα συγκροτήματα χρειάζονται ειδική φροντίδα και προσοχή γιατί δεν είναι διάσημα, ακόμα πρέπει να τα ανακαλύψει κανείς. Το ότι γνωρίσαμε τον Barry Adamson ήταν εξαιρετικό, γιατί ο Barry είναι ένας τόσο ωραίος τύπος. Και οι σόλο δουλειές του επίσης έχουν εμφανιστεί σε ταινίες του Ντέιβιντ Λιντς. Ήμασταν πραγματικά ευτυχισμένοι που συνεργαστήκαμε μαζί του.

Έχετε διασκευάσει τραγούδια με τη συμμετοχή των πρωτότυπων καλλιτεχνών, όπως το προαναφερθέν “Parade” και το “Master and Servant” με τον Martin L. Gore των Depeche Mode. Νομίζεις ότι οι εκτελέσεις σας θα ήταν διαφορετικές, αν οι εν λόγω καλλιτέχνες δεν είχαν συμμετάσχει σε αυτές; Και με ποιον τρόπο συνέβαλαν αυτοί στη δημιουργία κάθε εκτέλεσης;

Κάθε συνεργασία ήταν διαφορετική. Στην περίπτωση του Martin Gore, αυτός ηχογραφούσε ένα άλμπουμ με τους Depeche Mode, οπότε ήταν εξαιρετικά απασχολημένος. Προτείναμε να ηχογραφήσει κάποια δεύτερα φωνητικά στην εκτέλεσή μας, πράγμα που το έκανε πολύ καλά, καθώς μπορεί κανείς να αναγνωρίσει τη φωνή του απλά ακούγοντας τα δεύτερα φωνητικά του στο “Master and Servant”. Σε άλλες ηχογραφήσεις, ήταν απλά εκπληκτικό το να έχουμε τους πρωτότυπους καλλιτέχνες – όπως τον Ian McCulloch, για παράδειγμα, ή τον Terry Hall – να ερμηνεύουν το δικό τους τραγούδι σε μια τελείως διαφορετική εκτέλεση. Αυτό είναι, από τη μεριά τους, πραγματικά εντυπωσιακό.

Έχετε ξαναεμφανιστεί στην Ελλάδα στο παρελθόν. Τι περιμένετε όταν παίζετε εκ νέου μπροστά σε ένα συγκεκριμένο κοινό και τι μπορούμε να περιμένουμε από εσάς στη Θεσσαλονίκη την 1η Δεκεμβρίου;

Πιθανότατα παίζουμε στην Ελλάδα μια φορά το χρόνο από όταν ξεκινήσαμε. Είναι πάντα ευχαρίστησή μας, ένα «ραντεβού» με το ελληνικό κοινό μας. Έχουμε μια δυνατή σχέση με την Ελλάδα και τους Έλληνες – καθώς και πολλούς φίλους στη χώρα σας. Η συναυλία στη Θεσσαλονίκη θα είναι μια παρουσίαση του νέου μας σόου – αυτού που έχουμε παρουσιάσει σε όλον τον κόσμο από την κυκλοφορία του “I Could Be Happy”. Είναι διαφορετικό από τα προηγούμενά μας σόου – πιο πολλά κρουστά, καινούρια τραγούδια, πολύ σπάνια τραγούδια, αλλά και πολλά «κλασικά» επίσης. Είναι ένα καλό σόου, που λατρεύουμε να το παρουσιάζουμε.