Τον τελευταίο καιρό συζητήσεις, άρθρα σε εφημερίδες και περιοδικά, αφιερώματα σε τηλεοπτικές εκπομπές, θέλουν την περιοχή γύρω από τη στοά Μαλακοπή, την παλιά πλατεία χρηματιστηρίου, να αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, δημιουργώντας έτσι μια αίσθηση alternative εξέλιξης που θυμίζει το Γκάζι της Αθήνας ως και την Takelles του Βερολίνου. Επιχειρούμε μια δική μας εξέταση του θέματος παίρνοντας τα πράγματα από την αρχή…

Η Θεσσαλονίκη στις αρχές του 20ου αι.

Στις αρχές του εικοστού αιώνα η Θεσσαλονίκη αποτελεί ένα μωσαϊκό διαφόρων εθνοτήτων, πολιτισμών, γλωσσών, ανθρώπων. Σεφαραδίτες Εβραίοι, Έλληνες, Τούρκοι, Βούλγαροι συνθέτουν ένα τοπίο ποικιλόμορφο, σχεδόν αλλόκοτο αλλά πολύ χαρακτηριστικό. Το Καπάνι, το Μπεζεστένι, η Άθωνος, το Γιαχουντί χαμάμ, σημερινά λουλουδάδικα, η Στοά Μαλακοπή σφύζουν από ζωή και εμπορική κίνηση. Το 1912 η πόλη απελευθερώνεται από την Οθωμανική αυτοκρατορία κι ενώ δυο χρόνια μετά αρχίζει ο πρώτος Παγκόσμιος πόλεμος, η Ελλάδα δείχνει ουδέτερη ωστόσο το 1915 αποβιβάζονται στη Θεσσαλονίκη στρατεύματα για να στηρίξουν τους Σέρβους συμμάχους στο μακεδονικό μέτωπο. Μέσα σε λίγα χρόνια η Θεσσαλονίκη μετατρέπεται σε διαμετακομιστικό κέντρο στρατευμάτων και εφοδίων όπου Γάλλοι και Βρετανοί στρατιώτες καθώς και πλήθος προσφύγων εγκαθίστανται στο ιστορικό κέντρο της πόλης. Ο πληθυσμός ξεπερνά τις 270000, η πόλη μετατρέπεται σιγά σιγά σε ένα τεράστιο εμπορικό και οικονομικό κέντρο.

Η πυρκαγιά του 1917

Το 1917 ένα τυχαίο γεγονός, έρχεται να αλλάξει καθοριστικά τα μέχρι τότε δεδομένα της Θεσσαλονίκης. Μια πυρκαγιά που ξεσπάει στην κουζίνα ενός φτωχικού προσφυγικού καταυλισμού αρχίζει να κατακαίει την πόλη από την οδό Ολυμπιάδος ως το Διοικητήριο και από εκεί ως την αγορά, μέσω της οδού Λέοντος Σοφού. Σημαντικά κτίρια όπως το ταχυδρομείο, το τηλεγραφείο, το Δημαρχείο, η Οθωμανική και η Εθνική Τράπεζα αλλά και ο Ναός του Αγίου Δημητρίου καίγονται μερικώς ή ολοσχερώς. Τριάντα δύο ώρες ήταν αρκετές για να διαμορφώσουν ένα καινούριο σκηνικό μιας Θεσσαλονίκης με εβδομήντα χιλιάδες άστεγους, χωρίς εμπορικές και οικονομικές λειτουργίες, με κατεστραμμένες διοικητικές υπηρεσίες και χώρους αναψυχής.

Στοά Μαλακοπή

Αλώβητη απ’ τη φωτιά θα μείνει η Τράπεζα της Θεσσαλονίκης που στεγαζόταν απέναντι απ’ την πλατεία Χρηματιστηρίου. Το 1906 στο κέντρο του Φραγκομαχαλά της Οθωμανικής ακόμη, Θεσσαλονίκης είχε χτιστεί η γνωστή σε όλους μας Στοά Μαλακοπή. Το κτίριο ήταν ιδιοκτησία του Εδουάρδου Αλατίνι, γνωστού έμπορο-χρηματιστή με πλούσια εμπορική και οικονομική δραστηριότητα στην ευρύτερη περιοχή. Ο αρχιτέκτων Βιταλιάνο Ποζέλι γνωστός και από άλλα κτίρια της πόλης όπως η Νομαρχία,  το Γ΄ Σώμα Στρατού, η παλιά φιλοσοφική σχολή, ανέλαβε το κτίσμα που το 1907 πέρασε στα χέρια του Αλφρέντο Μιρασχί που το αγόρασε για λογαριασμό της τράπεζας της οποίας ήταν διευθυντής. Στη Στοά Μαλακοπή, λοιπόν, συγκεντρώθηκε όλη η εμπορική κίνηση της Θεσσαλονίκης με τους μουσουλμάνους και τους Εβραίους να συνυπάρχουν δίνοντας μια ώθηση στην πολυπολιτισμική κουλτούρα της πόλης που σε συνδυασμό με το λιμάνι που ήταν κοντά, μετέτρεπαν την περιοχή σε ένα αναπτυσσόμενο κέντρο.

Η εισβολή των Γερμανών

Το πέρασμα της καταστροφικής φωτιάς του 1917 μπορεί να μην άγγιξε το κτίριο της τράπεζας της Θεσσαλονίκης, ωστόσο ανέκοψε τη γενικότερη ανάπτυξη της πόλης. Οι όμορφοι εσωτερικοί κήποι των αρχοντικών οικημάτων, τα περίτεχνα μπαλκόνια με τα καμπυλοφόρα αετώματα, οι ξενώνες, τα εργαστήρια άρχιζαν σιγά σιγά να δίνουν τη θέση τους σε άχαρες οικοδομές που στέγαζαν γραφεία και βιοτεχνίες δημιουργώντας ένα νέο τοπίο, άχαρο και επίπεδο. Η οδός Αλατίνι, σημερινή Συγγρού έχασε την αίγλη της ενώ την πρότερη ιστορική μορφή της Θεσσαλονίκης διατηρούσαν ως μνήμη, κτίρια όπως το σημερινό δημοτικό Ωδείο, η Στοά Μαλακοπή και ο καθολικός ναός. Στις επόμενες δεκαετίες τα πράγματα κύλησαν σε αυτό το μοτίβο όπου το 1940 η εισβολή των Γερμανών και η σταδιακή μεταφορά των Εβραίων στο Άουσβιτς έδωσαν μια καθοριστική γροθιά στην εικόνα της Θεσσαλονίκης και στο παλιό εμπορικό κέντρο της.

Η δεκαετία του 60

Καθώς τα χρόνια περνούν οι άνθρωποι προσαρμόζονται σε νέες τάσεις. Η δεκαετία του εξήντα θέλει τους επαγγελματίες να εμπνέονται από τις επιταγές της μόδας, που έχουν ως βάση τους την γειτονική Ιταλία. Στο λιμάνι ξεφορτώνουν εμπορεύματα από το εξωτερικό και πάλι η περιοχή των σημερινών οδών Βαλαωρίτου, Συγγρού, Φράγκων, Εδέσσης ως και τη Βενιζέλου, ανθίζουν με ένα διαφορετικό αυτή τη φορά τρόπο. Μεγάλες ταμπέλες που υπάρχουν ως σήμερα καταμαρτυρούν την αλλαγή. Βιοτεχνίες ρούχων, υφασματάδικα, κλωστοϋφαντουργία, είδη προικός και γάμου, ζώνες, κοσμήματα, δώρα, λευκά είδη, φόδρες, μπεμπέ συνθέτουν ένα πολυσυλλεκτικό ανθρώπινο στέκι. Η κ. Μαρία κάτοικος της γειτονιάς ως σήμερα θυμάται ανθρώπους να τρέχουν για να προλάβουν τις δουλειές τους «περνούσαν από εδώ όλη την ώρα διάφοροι κρατώντας σακούλες με ρούχα, εφημερίδες, που τις έκρυβαν όταν περνούσαν μπροστά από το τμήμα, γιατί μη νομίζεις πως ήταν όλα όπως τώρα, υπήρχε φόβος! Ξέρεις τι ξύλο έφαγαν οι κρατούμενοι τη δεκαετία του εβδομήντα;» Στην οδό Βαλαωρίτου 8 στεγαζόταν η κεντρική διεύθυνση της Αστυνομίας που μόλις λίγα χρόνια πριν μεταφέρθηκε.

Η ανάκαμψη

Η δικτατορία αφήνει το στίγμα της και η Ελλάδα προσπαθεί να ξαναπατήσει στα πόδια της. Στο παγκόσμιο σκηνικό συντελλούνται μεγάλες αλλαγές ενώ σταδιακά κερδίζει έδαφος η τεχνολογία. Νέα μοντέλα αυτοκινήτων, τηλεοράσεις, μεγάλες πολυκατοικίες που ξεφυτρώνουν σαν μανιτάρια. Η πλατεία χρηματιστηρίου παρακμάζει, στεγάζει απρόσωπα κτίρια επαγγελματιών και μνήμες μιας άλλης εποχής, αλλιώτικης. Ο σεισμός του 1978 παγώνει το ρολόι στην πρόσοψη της Τράπεζας της Θεσσαλονίκης. Ώρα έντεκα και πέντε. Δικηγόροι, μηχανικοί, τοπογράφοι κατακλύζουν τη γύρω περιοχή και οι καταστηματάρχες κλείνουν τα μαγαζιά τους το ένα μετά το άλλο. Οι βιοτέχνες εξαφανίζονται κι ένα ατέλειωτο «ενοικιάζεται» σημαδεύει την πλατεία που άνθιζε μέχρι πριν λίγο καιρό «η ιστορία κάνει κύκλους» μου λέει ο κ. Ανέστης «έτσι είναι αυτά, βλέπεις και πάλι την οδό Βαλαωρίτου πως αναπτύσσεται και όχι μόνο τη Βαλαωρίτου, γενικά η περιοχή. Θεατρικές σχολές, μπαράκια, εστιατόρια». Και όντως έτσι είναι. Τα τελευταία χρόνια φαίνεται αυτή η περιοχή να εμπνέει ολοένα και περισσότερους ανθρώπους που θέλουν να ανοίξουν μια επιχείρηση στους δρόμους που έζησαν την απόλυτη δόξα αλλά και την παρακμή.

Τα Art στέκια

Τα νεοκλασικά κτίρια, με το φθαρμένο χρώμα και τις νοσταλγικές ταμπέλες συγκεντρώνουν τα βλέμματα των περαστικών αλλά και των καλλιτεχνών. Φωτογράφοι, εικαστικοί, ηθοποιοί μαζεύονται στα νέα στέκια της πόλης που εκτείνονται από την Ίωνος Δραγούμη ως και τα δικαστήρια. Ο Ανδρέας Βουτσινάς επιλέγει τη οδό Λέοντος Σοφού για να στεγάσει την σχολή του ενώ ομάδες όπως η Ούγκα Κλάρα και  η Άρκτος επιλέγουν την Στοά Μαλακοπή για τις παραστάσεις τους. Το Partisan λειτουργεί ως ένας πολυχώρος διασκέδασης που οργανώνει παραστάσεις, προβολές ταινιών, εκθέσεις ζωγραφικής αναδεικνύοντας νέους ανθρώπους με όρεξη για καλλιτεχνική δημιουργία.

Το όραμα του κόσμου

Κάνοντας κανείς μια βόλτα από το Μαμίσιο, το μαγειρείο που έχει συγκεντρώσει όλους τους φιλους των καλών μαγειρευτών ως και τις Τέσσερις εποχές στην πλακόστρωτη οδό Παίκου, καταλαβαίνει ότι ο αέρας της περιοχής είναι αλλιώτικος. Μερικοί τολμούν να τη συγκρίνουν με την Takelles το νέο must καλλιτεχνικό προορισμό του Βερολίνου «μπορεί εκεί να μιλάμε για κατάληψη οικοδομικών τετραγώνων από ανθρώπους που θέλουν να προβάλουν την τέχνη αλλά πιστέψτε με πως και εδώ αν γινόταν κατι τέτοιο θα συγκέντρωνε κόσμο από όλες τις άκρες της γης» μου λέει η Ύρια που έχει ζήσει για πολλά χρόνια στο εξωτερικό, απ’ τη άλλη ο Άρης barman του Sknipa Bar μου εξηγεί «μέσα στα τελευταία τέσσερα χρόνια παρατηρούμε μεγάλη εξέλιξη στη περιοχή, πολλοί μιλάνε για το Γκάζι της Θεσσαλονίκης η το νέο Ψυρρή και ξέρεις τι πιστεύω, έχει τη στόφα η γειτονιά αυτή, αρκεί να μην μείνει εδώ και να συνεχίσει αυτή η εξέλιξη» λίγο πιο πέρα θαμώνες της τσέχικης μπυραρίας Γκαπρίνους μου εξηγούν πως φαντάζονται την εξέλιξη της περιοχής «είναι βέβαιο πως  μεγάλοι χώροι όπως κλαμπ και μπουζούκια εδώ δεν ταιριάζουν, χρειάζονται σίγουρα πιο Art χώροι, καλλιτεχνικά στέκια, εργαστήρια και gallery εικαστικών» δεν είναι λίγοι όμως και εκείνοι που θα ήθελαν ένα μοντέρνο loft στη θέση μιας παλιάς βιοτεχνίας ρούχων «η περιοχή είναι εναλλακτική, δες τα μαγαζιά Τέσσερις εποχές, Παπαρούνα, Υποβρύχιο, Υψικάμινος, Partisan, Μαμίσιο,  Κρυφτό αλλά και το gay bar το Ενόλα. Είναι ωραία να βρίσκεσαι εδώ!»

Τα επιχειρηματικά σχέδια

Οι επιχειρηματίες έχουν κι αυτοί τη δική τους άποψη. Ο ιδιοκτήτης του Partisan πάει τα πράγματα ένα βήμα παραπέρα «η περιοχή έχει το δικό της χαρακτήρα, αλλά αυτό δε φτάνει. Πρέπει να δημιουργηθούν και εμπορικά καταστήματα για να υπάρχει κίνηση στους δρόμους από το πρωί, να βλέπεις κόσμο που να πηγαίνει για ψώνια εδώ γύρω για να μπορεί η περιοχή να συντηρείται» την ίδια άποψη φαίνεται να έχουν και άλλοι επιχειρηματίες όπως ο ιδιοκτήτης της Παπαρούνας που ήταν από τους πρώτους που στέγασε το μπαρ αρχικά και μετά το εστιατόριο του, στο ιστορικό κτίριο της Τράπεζας τη Θεσσαλονίκης «το καλύτερο θα ήταν να υπάρχει ποιοτική αναβάθμιση στη διασκέδαση με ανθρώπους που γνωρίζουν το αντικείμενο και αγαπούν τη δουλειά τους αλλά παράλληλα να δημιουργηθεί μια υγιής γειτονιά με σημαντικές κινήσεις όπως εμπορικά καταστήματα, θεατρικές ομάδες, εικαστικά event πράγματα που θα επηρεάσουν την εμπορική και πολιτιστική ανάπτυξη της περιοχής».

Το κείμενο είναι του Κωστή Ζαφειράκη και προέρχεται από το Αρχείο του Biscotto Thessaloniki, Οκτώβριος 2008