Συνέντευξη: Γιώργος Ψωμιάδης 

 

Πέντε λεπτά. Ή και δέκα. Τόσος είναι ο χρόνος που περνάμε μαζί τους. Τις περισσότερες φορές δε τους δίνουμε καν σημασία. Κι όσες φορές το κάνουμε δεν είναι για καλό. Ή τουλάχιστον έτσι φημολογείται. Τους ταξιτζήδες θα μπορούσες να τους πεις και ψυχολόγους. Με το ένα χέρι έξω από το παράθυρο να κρατάνε το τσιγάρο που καίγεται μόνο του από τον αέρα και την ταχύτητα, με το ποτήρι του καφέ ως μόνιμη συντροφιά μπροστά από το ταξίμετρο, με τη συχνότητα του ραδιοφώνου να πετάει ειδήσεις ή τραγούδια στο σιγανό, μπορείς να πεις ότι αποτελούν μία χαρακτηριστική πια φιγούρα στη γκάμα των επαγγελμάτων που εργάζονται τη νύχτα. Όταν, μάλιστα, πέφτει το βράδυ και τους βλέπεις να κουβεντιάζουν ψυχωμένα με τα χέρια επάνω στο καπό πριν φύγουν για την επόμενη βάρδια πετώντας την τελευταία τους ατάκα, έχεις την εντύπωση πως ο κόσμος τους είναι πολύ απλός.

Όταν ο κ.Δημήτρης Λιούτσιας μού έσφιξε το χέρι, μπορούσα να καταλάβω ότι έχει περάσει χρόνια στην πιάτσα των ταξί. Με βλέμμα σπαθάτο και το ύφος των ανθρώπων που πρώτα θα κόψουν τι τύπος είσαι πριν σου ανοιχτούν, με καλωσόρισε στο σαλόνι του. Ήξερα πως είχαμε στη διάθεση μας λιγότερο από μία ώρα, καθώς μετά θα συνέχιζε για τη νυχτερινή του βάρδια. «Το ταξί μάς περιμένει κάτω», είπε και κάθισε στον καναπέ. Άναψε τσιγάρο, άπλωσε το χέρι πάνω από το μαξιλάρι, σα να το έβγαζε από το παράθυρο και περίμενε να ξεκινήσουμε.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

«Το τσιγάρο είναι συντροφιά για έναν ταξιτζή; Μερικοί μετράνε τον χρόνο με αυτό», τον ρώτησα προσπαθώντας να σπάσω τον πρώτο πάγο.

«Σε αυτό δε μπορώ να σου απαντήσω γιατί εγώ το τσιγάρο το έχω μόνιμα στο χέρι μου», μου απάντησε και γελάσαμε.

«Μετράω είκοσι χρόνια στο ταξί. Ξεκίνησα το 2001-2002, πιο πριν είχα μια μικροβιοτεχνία με κατασκευές δερματίνων ειδών, ζώνες, πορτοφόλια, τέτοια πράγματα. Σε κάποια φάση είδα ότι δεν τραβάει και στο τελείωμα κοίταξα να βγάλω την άδεια ταξί και να προσπαθήσω να βρω ένα. Στην αρχή δούλευα τα ρεπό. Στα ταξί πολλοί καλύπτουν άλλους στα ρεπό τους. Δυο βραδινά μεσοβδόμαδα και δυο πρωινά Σάββατο και Κυριακή. Έτσι είχα ξεκινήσει».

Πώς είναι να μοιράζεσαι πέντε λεπτά με έναν άνθρωπο που μάλλον δε θα σε ξαναδεί ποτέ;

«Στην πρωινή βάρδια οι άνθρωποι συνήθως βιάζονται, θέλουν να πάνε γρήγορα στη δουλειά τους και είναι αγχωμένοι. Οι σταθεροί πελάτες του ταξί δεν είναι αγενείς, οι ευκαιριακοί είναι. Και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει κάποιος με το ταξί είναι από τους ευκαιριακούς, αυτούς που θα πάρουν ταξί μια στις τόσες και νομίζουν ότι έχουν τον προσωπικό τους σοφέρ. Γιατί με πήγες από εκεί και όχι από την άλλη. Βλέπεις δεν έχω βιονικό μάτι φίλε μου. Με τους καθημερινούς πελάτες – γιατί κάθε ραδιοταξί έχει στάνταρ πελατεία – δεν έχεις θέμα. Αναπτύσσεις συχνά σχέσεις με αυτούς, τους ξέρεις με το μικρό τους όνομα και γίνονται φίλοι σου. Μετά από ένα σημείο δε χρειάζεται να σου πουν που θα πάνε.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Τι έχετε να πείτε για αυτή την εντύπωση που υπάρχει στους ανθρώπους σχετικά με τους ταξιτζήδες;

Είμαστε τόσα εκατομμύρια. Δε γίνεται μόνο οι ταξιτζήδες σε όλη την Ελλάδα να είναι ανάποδοι και όλοι οι άλλοι να είναι τα αγγελούδια. Κάθε ένας πριν από το ταξί έκανε μια άλλη δουλειά. Και όσοι δουλεύουν βράδυ είναι πρώην βιοτέχνες ή επαγγελματίες. Αν ήταν στραβοί θα ήταν και στο προηγούμενο επάγγελμα.

«Από την άλλη αυτό έχει σχέση με τους ευκαιριακούς. Από αυτούς θα ακούσεις τέτοιες κουβέντες. Δεν μπορεί να καταλάβει αυτός τι σημαίνει ταξί. Βλέπει να περνάει ένα ταξί, είναι άδειο και δε σταματάει να τον πάρει. Ε, θα σηκώσει το χέρι να τον μουντζώσει και θα ρίξει μπινελίκι».

Όταν βγαίνει ο άλλος από τις 4 το πρωί είναι αδύνατον να δει στον δρόμο κάποιον και να μη σταματήσει. Το πιο πιθανό είναι να έχει κλήση και να πηγαίνει σε πελάτη και αν καθυστερήσει έχει ποινή. Γιατί αν καθυστερήσεις τότε μπορεί να τιμωρηθείς. Και ούτε μπορείς να σταματάς στον καθένα και να του δίνεις εξήγηση για το που θα πας. Το άδειο ταξί δε σημαίνει ότι είναι και ελεύθερο.

Από την άλλη υπάρχουν και οι ταξιτζήδες που φέρονται ιδιότροπα αλλά είναι πολύ λίγοι. Και αυτοί αντιμετωπίζονται. Γιατί μια – δυο φορές και θα γίνει κάποια καταγγελία από τον πελάτη. Το ράδιο ταξί έχει επόπτη και προσωπικό. Βέβαια, τα τελευταία χρόνια έχουν μπει νέα άτομα στο ταξί. Σπουδαγμένα, με ξένες γλώσσες κλπ. Καμία σχέση με τους παλιούς, που κατέβαινε ο άλλος από το φορτηγό του με άλλη νοοτροπία και γίνονταν ταξιτζής.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Πώς ακριβώς λειτουργεί το ράδιο-ταξί;

Μας βλέπει ο δορυφόρος και μας στέλνουν τη διεύθυνση που πρέπει να πάμε. Ο πρώτος που θα κάνει αποδοχή πάει. Στο ράδιο –ταξί οι τιμωρίες πέφτουν εκείνη τη στιγμή στον αέρα. Πάνω από τέσσερα, πέντε λεπτά καθυστέρηση για να πάρεις έναν πελάτη και τιμωρείσαι με τρεις ώρες εκτός. Εάν έχει φύγει ο πελάτης τότε έχεις μία ημέρα εκτός. Εάν κάνεις κάποια σχόλια στον αέρα, πολιτικά ή οτιδήποτε τότε τιμωρείσαι και πάλι και αν κάνεις κάτι πιο βαρύ, τότε περνάς πειθαρχικό. Και το πειθαρχικό δε χαρίζει. 5, 10, 20 μέρες εκτός.

«Το ταξί έχει μια διαφορά. Αν πας σε ένα καφέ και δε μείνεις ικανοποιημένος δε ξαναπάς. Στα ταξί δεν είναι έτσι. Γιατί αν δυσανασχετήσεις από το συγκεκριμένο ραδιοταξί δε θα ξαναπάρεις τηλέφωνο. Οπότε θα χάσουν όλοι τη δουλειά τους από έναν. Τους κακούς τους απομονώνουμε».

Η βραδινή βάρδια

Το βράδυ είναι πιο χαλαρά. Όταν λέμε ότι κάποιος είναι βραδινός εννοούμε ότι έχει τη μία από τις δύο βάρδιες. Κατά 90% το ταξί μοιράζεται σε δύο δωδεκάωρες. Οι περισσότεροι είναι 4 το πρωί με 4 το απόγευμα και 4 το απόγευμα με 4 το πρωί.

Το ταξί σε σχέση με άλλες δουλειές δεν έχει προσωπική ζωή. Όποτε και να δουλεύεις. Πες ότι είσαι βραδινός και ότι θα πας στις πέντε η ώρα το σπίτι σου. Πέφτεις για ύπνο. Ξυπνάς και μέσα σε δυο τρεις ώρες ετοιμάζεσαι για να φύγεις. Είναι μερικοί που κάνουν και 24ωρο. Αλλά πίστεψε με δεν αντέχεις. Άντε να πας μέχρι 18ωρο.

«Το βράδυ στην πιάτσα είναι ψυχοθεραπεία. Κουβεντιάζουμε τα προβλήματα μας, ανάλογα πάντα με τα πάρε δώσε που έχεις με τον καθένα. Μετά τις έντεκα αρχίζουμε και ξεχωρίζουμε στις πιάτσες. Εκεί που θα βρούμε τον Γιάννη ή τον Κώστα, που θα πούμε και μια κουβέντα παραπάνω».

Δε θα πάμε σε μια πιάτσα που δε θα έχουμε κανέναν γνωστό. Γνωρίζουν όλοι οι συνάδελφοι ότι θα με βρουν εκεί. Στην πιάτσα «Διοικητήριο», από τις 11, ό,τι δρομολόγιο και να κάνω θα επιστρέφω εκεί. Αυτό είναι το στέκι μου.

Πώς περνάει η ώρα το βράδυ;

Καφές, τσιγάρο και ραδιόφωνο. Δε υπάρχει ταξί που να μη το έχει ανοιχτό.

Τι ακούτε το βράδυ;

Ενημερωτικούς σταθμούς.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Πώς βιώσατε την κρίση; Είδατε να αλλάζουν οι πελάτες;

Ο κόσμος στην κρίση ήταν πιο νευρικός. Είδαμε τεράστια διαφορά. Και το δικό μας το επάγγελμα ένιωσε το πρόβλημα πιο νωρίς επειδή μέχρι τότε η φορολόγηση ήταν με βάση τερματικού εισοδήματος. Μετά το 2009, πέρασαν ΦΠΑ στο ταξί. Ήταν 11%, πλέον είναι 24 σε μεταφορικό μέσο. Αυτό το θεωρώ απαράδεκτο. Εκεί βλέπεις, κόπηκε μαχαίρι η δουλειά.

«Κατέβαζα κάποιον από την Αριστοτέλους στην Επανομή και το ταξίμετρο έγραφε 19 και 20 ευρώ και τώρα γράφει 45».

Πηγαίναμε σε μόνιμη βάση Περαία, Αγία Τριάδα και τώρα με το ζόρι να κατεβούμε ΙΚΕΑ. Μέχρι 4, 5 ευρώ παίρνεις πλέον. Βέβαια είναι και τα τυχερά, εξαρτάται την κούρσα που θα κάνεις.

Μία ιστορία από τα 20 χρόνια

Κάποτε είχε μπει μια ηλικιωμένη κυρία. Καλοσυνάτη, στην τρίχα. Από την Καλαμαριά Κυριακή πρωί για να την πάω στην Περαία. Φτάνοντας την περιοχή του αεροδρομίου βλέπει το αεροπλάνο να προσγειώνεται. Μου λέει θυμήθηκα όσα ταξίδια έχω κάνει, όλη την Ευρώπη έχω δει. Πλησιάζουμε και τη ρωτάω που θα στρίψουμε. Μου λέει από εδώ. Φτάνουμε και σε κάποια φάση μου λέει θυμωμένη “μα καλά που με πήγες”; Της λέω στην Περαία. Μου λέει ποια Περαία, Πανόραμα σου είπα. “Μα καλά είναι δυνατόν; Περνάμε θάλασσα περνάμε αεροπλάνα και δε καταλαβαίνεις;” Τέλος πάντων προχωράμε. Πού στο Πανόραμα της λέω; Μου λέει στον γιο μου θα πάμε ξέρω εγώ. “Αν ξέρεις όπως και τώρα σωθήκαμε”, σκέφτομαι. Ανεβαίνουμε λοιπόν από Περαία και πάμε Πανόραμα. Συνεχίζουμε πιο κάτω και σχεδόν βγαίνουμε από το Πανόραμα. Άστο λέω. Κάνω αναστροφή και την πάω στο Αστυνομικό Τμήμα. “Έχεις το τηλέφωνο του γιου;” τη ρωτάω. Όχι μου λέει ήθελα να του κάνω έκπληξη. Σε μένα την έκανες την έκπληξη τελικά.

Την επόμενη εβδομάδα μπαίνει μία και μου λέει πάμε Συκιές. Πού της λέω Συκιές; Γιατί μου λέει πρέπει να σου πω που πάμε; Στο σπίτι μου. Ή κατεβαίνεις τώρα τη λέω ή μου λες που θα πάμε. Άκου κάτι πράγματα.

Βέβαια αυτοί με τους οποίους δε βγάζεις άκρη είναι οι σουρωμένοι. Μερικές φορές δε μπορείς να τους κατεβάσεις. Έχει άτομα τα οποία με το που μπούνε μέσα τα ζυγώνεις αμέσως. Δεν έχεις δικαίωμα να μη τα βάλεις μέσα, είναι άρνηση μίσθωσης.

Όταν δεις κάποιον πολύ μεθυσμένο μπορείς να αρνηθείς. Αν σου πει κάποιος μέσα σε άγριες ώρες να τον πας σε κάποιες απομακρυσμένες περιοχές, όπως Νικόπολη, Ωραιόκαστρο, εκεί δεν υπάρχει υποστήριξη από κάποιον όσο και να ψάχνεις. Ενώ στη Γιαννιτσών η κυκλοφορία είναι συνεχόμενη. Σε κάποιες φάσεις, στα Διαβατά ας πούμε, είναι δύσκολα. Έχεις βέβαια τρόπο για να δώσεις σήμα στο κέντρο. Έχουν το νου τους και οι συνάδελφοι. Αλλά συνήθως αυτό το κάνεις για να ακούσει ο πελάτης και να φοβηθεί.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Τελικά ποιους πελάτες προτιμάτε; Τους ομιλητικούς ή αυτούς που δε βγάζουν κιχ;

Φυσικά και θέλουμε κεφάτους πελάτες. Ο άλλος δε μιλάει και εσύ είσαι πιο σφιγμένος μαζί του. Και για πολλούς λόγους. Δεν ξέρεις τι θα αντιμετωπίσεις με αυτό τον άνθρωπο. Μπορεί να μαλώσεις. Όταν δεν ανοίγεται ο άλλος δεν ξέρεις τι σε περιμένει στη διαδρομή.

Τον ευχαρίστησα για την κουβέντα και σηκωθήκαμε. Εκείνος έσβησε το τέταρτο τσιγάρο στο τασάκι και πήρε τα κλειδιά του. Βγήκαμε από το σπίτι και καλέσαμε το ασανσέρ. Όσο κατεβαίναμε μου είχε γυρισμένη την πλάτη.

«Κύριε Δημήτρη, θα ανάψετε ένα ακόμη τσιγάρο ε; Το θέλουμε για τις φωτογραφίες»,

Γύρισε και μου χαμογέλασε με το επόμενο να κρέμεται ήδη στα χείλη του.