Κείμενο: Γιώργος Ψωμιάδης
Φωτογραφίες: Δημήτρης Τσίπας

Συζητήσεις γεμάτες αφρό, γυαλιά πρεσβυωπίας και λευκές ποδιές. Λόγια εξομολογητικά, που τις περισσότερες φορές βγαίνουν από ανάγκη. Μουσική να συνοδεύει τα νέα που ακούγονται. Πολιτικά, οικονομικά, ερωτικά, όλων των ειδών. Μια ανοιχτή εφημερίδα στον καναπέ της αναμονής και καλημέρες που πετάγονται μέσα από μια πόρτα που ανοιγοκλείνει. Τα παλιά μπαρμπέρικα της Θεσσαλονίκης μοιάζουν να έχουν παγώσει τον χρόνο. Μέσα τους μόνο οι τρίχες πέφτουν κάτω, όλα τα άλλα γίνονται αφορμή για κουβέντες. Άλλωστε αυτές τα κρατάνε ζωντανά όταν όλα αλλάζουν. Στη Θεσσαλονίκη σήμερα, υπάρχουν κουρεία που δε μάσησαν στον χρόνο. Κουρεία στις καρέκλες των οποίων κάθονται οι ίδιοι πελάτες που κάθονταν χρόνια πριν, που έρχονται με χαμόγελο στα πρόσωπα τους για μία γνώριμη ιεροτελεστία. Μία ιεροτελεστία που τους δίνει ζωή.

Αυτό μου λέει και ο Μάριος, ο γιος του Αντώνη Φραντζελόπουλου, του ανθρώπου που άφησε ιστορία με το μπαρμπέρικο του, το οποίο από το 1924 αποτελεί το σημείο συνάντησης και συζήτησης μεταξύ των «εθισμένων» θαμώνων του.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

«Εδώ έχουμε μια εικοσαετία. Πιο παλιά το κουρείο ήταν στην Τσιμισκή. Από το 1924».

«Οι ανάγκες αλλάζουν, οι άνθρωποι μένουν ίδιοι. Το κούρεμα είναι κούρεμα. Το κούρεμα είναι η αφορμή, μπορείς να το κάνεις και εδώ και παρά δίπλα. Εδώ εκπληρώνεται άλλη ανάγκη. Δένεσαι, θέλεις να γυρίσεις, να πεις, να ακούσεις το καλωσόρισμα. Και άμα ήταν ο μπαμπάς ή ο θείος σου πιο παλιά, υπάρχει άλλη φόρτιση στον χώρο».

«Οι σύγχρονες επιχειρήσεις πάνω σε αυτό  θέλουν να βασιστούν, στον βαθμό που μπορούν να το κάνουν. Να δείξουν ότι έχουν μια πορεία, ένα πελατολόγιο».

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Δίπλα στους πελάτες που απολαμβάνουν το ξύρισμα τους, περιμένει τη σειρά του ο Γιώργος. Ο ίδιος έρχεται εδώ και χρόνια στο μπαρμπέρικο του Φραντζελόπουλου:

«Εδώ είναι παραδοσιακό μπαρμπέρικο. Έχεις υπηρεσίες όχι ξεπέτες. Λες και μια κουβέντα. Εδώ βρίσκεις άλλους, μοιράζεσαι πράγματα. Γίνονται αναλύσεις πολιτικές, οικονομικές, επαγγελματικές. Μαθαίνονται τα νέα της πόλης. Τα μπαρμπέρικα πάντα ήταν σημείο αναφοράς για κουβέντα και επικοινωνία. Είναι λίγο εθιστικό το να είσαι πελάτης σε μπαρμπέρικο».

Φωτογραφία: Άρης Ακριτίδης

Πώς άλλαξε το κουρείο με το πέρασμα του χρόνου;

Ο Αντώνης Φραντζελόπουλος αποκαλούσε το καφενείο του «Μικρή Βουλή» ή «Ψυχαναλυτικό Κέντρο». Είναι το μέρος εκείνο στο οποίο η αφρόκρεμα του πνευματικού κόσμου, πολιτικά πρόσωπα και καλλιτεχνικά ονόματα έχουν αφήσει το στίγμα τους. Τα ανέμελα παιδικά του χρόνια διακόπηκαν από τον πόλεμο και στα δώδεκα του έκανε στέκι του ένα από τα κουρεία της Κομνηνών. Πέντε χρόνια μετά άλλαξε στέκι και έγινε παραγιός στο μπαρμπέρικο του Γρηγόρη Πυργόπουλου στη Διαγώνιο. Στον στρατό ο χρόνος κύλησε ευχάριστα γιατί ο ίδιος κούρευε και ξύριζε ανωτέρους του, έτσι τον είχαν στα όπα όπα. Όταν τελείωσε επέστρεψε στο κατάστημα της Τσιμισκή όπου συνέχισε να ασκεί το επάγγελμα που έφερε στο μπαρμπέρικο του όλη την αφρόκρεμα της πνευματικής και πολιτικής ζωής. Ακόμη και σήμερα, η πόρτα του κουρείου του ανοίγει, όπως και τότε, φέρνοντας μέσα τα χαμόγελα των ανθρώπων, φέρνοντας νέα, ιστορίες και κουβέντες που ξεκινούν με μια καλημέρα.

Φωτογραφία: Άρης Ακριτίδης

Λίγο πιο πέρα, στην Αγίας Σοφίας, ένα άλλο κουρείο με ιστορία, αυτό του Πολυχρονιάδη, κουβαλάει μέσα του μνήμες που νομίζεις ότι είναι περασμένες με κεχριμπάρι. Εκεί η Εύα, η υπάλληλος που εργάζεται εδώ και τριάντα χρόνια στο κουρείο, μας υποδέχθηκε με ένα χαμόγελο.

Η ίδια εργάζεται εδώ από τον Ιανουάριο του 90’ και όπως μου λέει έχει ένα χάρισμα το οποίο της το έχουν αναφέρει οι πελάτες στο παρελθόν. Ρωτάει πράγματα σε όσους κουρεύει χωρίς να το κάνει με κακία, αλλά πάντα από ενδιαφέρον.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

«Σε λίγο κλείνω 30 χρόνια εδώ», μου λέει. «Άλλαξαν πάρα πολλά. Πριν 30 χρόνια ξεχώριζες τα κουρέματα. Έβλεπες ένα σβέρκο και έλεγες αυτός ο άνθρωπος κουρεύτηκε σε μας. Φαινότανε. Ήταν πιο λίγα τα κουρεία και ο κόσμος πήγαινε πιο πολύ στα κομμωτήρια τότε. Οι παραδοσιακοί άνθρωποι είχανε μάθει από τους γονείς τους να κουρεύονται σε μπαρμπέρικα και πολλοί άνδρες φέρνανε τα παιδιά τους για να μάθουν. Τα 30 χρόνια φύγανε σα νεράκι».

«Ανοίγουμε συχνά πυκνά συζητήσεις. Για σχέσεις, για την επικαιρότητα γενικά, για τα πάντα. Όταν λέω γεια σας σημαίνει ότι δε τον ξέρω τον πελάτη. Τους ξέρω σχεδόν όλους με το μικρό τους».

«Είσαι κατά κάποιον τρόπο σαν ψυχολόγος;», ρωτάω στην Εύα. «Μπορείς να με πεις κι έτσι», απαντάει χαμογελώντας.

«Εδώ, ανοίγεται πιο εύκολα ο άλλος. Αν ήταν με την παρέα του δε θα ανοίγονταν τόσο εύκολα. Έτσι πιστεύω. Αυτό νομίζω ισχύει για όλους. Παλιά τα πράγματα ήταν πιο απλά. Ο άνθρωπος βέβαια πάντα γκρινιάζει. Ο Έλληνας. Παλιά γκρίνιαζαν και δε τους πίστευα. Τώρα γκρινιάζουν και δύσκολα τους πιστεύω. Πού είναι η αλήθεια δε ξέρω. Βέβαια, θέλοντας και μη με κάποιους ταιριάζεις λίγο περισσότερο και έχεις μια ακόμη καλύτερη επικοινωνία».

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Όσο μου μιλούσε κούρευε τον Γιώργο ο οποίος είναι πελάτης από τα τέλη του 90’.

«Όπως όλα τα πράγματα άλλαξε κι αυτό. Εγώ δένομαι συναισθηματικά. Είπα να το στηρίξω ακόμη και στα δύσκολα. Είναι θέμα εμπιστοσύνης. Στα δύσκολα φαίνεται η εμπιστοσύνη», μου λέει κοιτώντας στον καθρέφτη.

Ο ίδιος θυμήθηκε ένα ταξίδι που είχε κάνει στην Ταϊλάνδη, το 1999, από όπου είχε στείλει μία κάρτα στο κουρείο. Μπορείς εύκολα να καταλάβεις ότι το δέσιμο των πελατών με τους ανθρώπους του είναι μεγάλο. Η Εύα χαμογέλασε δείχνοντας μου τις κάρτες που είχαν σταλθεί όλα αυτά τα χρόνια.

 «Με ρωτούσαν μέσα στην κρίση. “Καλά χαμογελάς ακόμη;” “Γιατί όχι;” τους έλεγα; Άμα έχεις μια δουλειά που σε εκφράζει και σου αρέσει γιατί να μη χαμογελάς;»

Την αφήσαμε και μιλήσαμε με τον Δημήτρη Πολυχρονιάδη, τον υιό, που σήμερα έχει την επιχείρηση στα χέρια του.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

«Ο πατέρας μου ήρθε πρόσφυγας 11 χρονών από τη Σμύρνη το 1922, δούλεψε σαν τσιράκι που βούρτσιζε τους πελάτες και 17, 18 χρονών ήρθε στα χέρια του το κουρείο. Εδώ έχει 40 χρόνια που βρίσκεται. Είναι η 3η θέση.  Όταν γκρεμίστηκε το Ματζέστικ έφυγε από την πρώτη και γύρω στη δεκαετία του 50’ πήγε σε άλλη τοποθεσία. Εκεί δούλευαν 6 κουρείς και 1 μανικιουρίστα. Εκεί έγραψε ιστορία. Εκείνο το μαγαζί πρόλαβα ως παιδί. Δούλεψα κι όλας. Βούρτσισα. Μετά με σταμάτησε ο μπαμπάς γιατί τα λεφτά ήταν πολλά και φοβήθηκε μη χαλάσω. Ήταν μεροκάματο καλύτερο από αυτό που έπαιρνε ένας δημόσιος υπάλληλος της εποχής. Και αυτά ήταν τα μπουρμπουάρ. Το επίπεδο των πελατών ήταν πολύ υψηλό. Βιομήχανοι, γιατροί, ραβίνοι, αρχιραβίνοι, ηθοποιοί. Όλοι ήταν φίλοι του. Όλοι παρέλαυναν από εδώ. Υπήρχε ένα σούσουρο. Η κοσμική Θεσσαλονίκη ήταν εδώ.

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

«Τότε ήταν αλλιώς» – Η παλιά Θεσσαλονίκη

Τα σπίτια ήταν τρίπατα τετράπατα, τα μαγαζιά ελάχιστα, όλοι αυτοί οι δρόμοι δεν είχαν κανένα εμπορικό μαγαζί. Ήταν γειτονιά. Καλντερίμια, στους κεντρικούς δρόμους υπήρχαν οι γραμμές του τραμ, κάρα, 300 αυτοκίνητα όλη η πόλη. Στο κέντρο γνωριζόμασταν όλοι μεταξύ μας. Υπήρχε μια ζωντανή σχέση. Λέγαμε καλημέρα με όλη τη γειτονιά του κέντρου. Επί κατοχής, ο πατέρας μου κούρευε τους συμμάχους όσο ήταν εδώ, μετά κούρευε Γερμανούς, αξιωματούχους. Μάλιστα, ο πατέρας μου έκανε τον γάμο του μέσα στην κατοχή νοικιάζοντας τον οδηγό του Γερμανού διοικητή με ένα χαρτζιλίκι γιατί του επέτρεπε να παίρνει το αμάξι το απόγευμα για να κάνει γάμους και να βγάζει ένα χαρτζιλίκι ως οδηγός. Ήταν το μόνο αυτοκίνητο τότε στη Θεσσαλονίκη.

Τώρα πια η πίτα μοιράστηκε, τα έσοδα πέσανε. Περισσότερο το κρατάω σαν ιστορικό κειμήλιο. Αρκεί να βγάζει τα έξοδα του».

Φωτογραφία: Δημήτρης Τσίπας

Φεύγοντας αποχαιρετήσαμε την Εύα που πάντα με το χαμόγελο στα χείλη, μας ένευσε με το χέρι της. Μερικοί ακόμη πελάτες καθόντουσαν τώρα στον καναπέ της αναμονής. Άλλοι μιλούσαν με χειρονομίες μεταξύ τους, άλλοι διάβαζαν την εφημερίδα τους και άλλοι εξομολογούνταν, στο μέρος αυτό που παγώνει τον χρόνο. Όπως ακριβώς έκαναν χρόνια πριν. Με την ανάγκη να τους οδηγεί. 

 

* Για το άρθρο χρησιμοποιήθηκαν φωτογραφίες του Άρη Ακριτίδη από το αρχείο του κουρείου Φραντζελόπουλου 

Κουρείο Φραντζελόπουλος: Πλουτάρχου 4
Κουρείο – Barber shop Πολυχρονιάδης: Αγίας Σοφίας 4