Στην ακτή Ντοβίλ, στο Καραμπουρνάκι, εκεί που το κύμα του Θερμαϊκού χαϊδεύει ακόμα κορμιά που λούζονται στα νερά του, εκείνοι που ξεχάστηκαν από τον χρόνο που πέρασε, συνεχίζουν τις βουτιές τους.

Γράφει ο Κωνσταντίνος Παπαπρίλης Πανάτσας. Φωτογραφίζει ο Κώστας Ντάρδας.

Το διαβολικά υπέροχο όνομα «Ντοβίλ», που ακόμα αναδίδει ένα άρωμα νοσταλγίας, για το νυχτερινό κέντρο που στόλιζε την αχαρτογράφητη ακόμα περιοχή, επτά δεκαετίες πίσω από την παρούσα, ακούγεται στις συζητήσεις των ηλικιωμένων πια θαμώνων του τότε. Κι ίσως ακόμα να θυμίζει το θερινό του σινεμά…

Πάνω από το ύψος των γονάτων της κολυμβήτριάς μας, διακρίνεται, καθαρά, η πλατεία Αριστοτέλους. Εκεί τολμά τις βουτιές της…
Γαλάζιο και πράσινο μπροστά από το τσιμέντο. Για κάποιους, φτάνει.

Κι αν κάποτε, αυτός ο κρυμμένος όρμος, ήταν η κατάληξη χωραφιών και αγροτεμαχίων, χιλιόμετρα από το κέντρο της πόλης, σήμερα, οι ηλικιωμένοι, ακόμα προσπαθούν να σε πείσουν πως το νερό είναι διαυγές και καθαρό. Όχι ο βυθός. Μα το νερό, το νερό κυλάει, είναι καινούριο κάθε μέρα. 

Η ηλικιωμένη μας κολυμβήτρια, απολαμβάνει τις απογευματινές τις απλωτές, μπροστά από έναν ήλιο που δύει κι από δυο Μέγαρα. Που κοιτούν απορημένα.

Οι αναμνήσεις του Ντοβίλ

Και λένε οι λουόμενοι του τότε: Εδώ περνούσα πολλές ώρες μέσα κι έξω από το νερό τα καλοκαίρια στο τέλος της δεκαετίας του ‘40 και αρχές της δεκαετίας του ‘50. Ακόμη υπάρχει η βάση μιας μικρής ξύλινης προβλήτας. Στο σκουριασμένο μεταλλικό παλούκι του κάθονται συχνά θαλασσοπούλια. Κι οι μάνες μας εδώ περνούσαν ώρες πολλές μέσα και έξω από το νερό τα καλοκαίρια στο τέλος δεκαετίας τού ‘40 και αρχές δεκαετίας τού 50. Μας πήγαιναν στον κινηματογράφο ή έπαιρναν και το βραδινό μας γεύμα μαζί ή μας αγόραζαν εκείνα τα θεϊκά σουτζουκάκια από τον «Θόδωρο»…